Η γενιά των 700: H γενιά που δεν έχει σηκώσει κεφάλι

  • Τετάρτη, 6 Απρίλιος 2022 13:30
  • Συντακτική Ομάδα
  • Ελλάδα
Ποιος θυµάται τη γενιά των 700 ευρώ; Ηταν εκεί γύρω στο 2007 όταν οι εφημερίδες είχαν αρχίσει να γράφουν για το φαινόμενο των νέων, εκεί στα 25-35, που δυσκολεύονταν να βρουν δουλειά η οποία να ανταποκρίνεται στις γνώσεις και στα προσόντα τους, που πληρώνονταν λίγα και «μαύρα», πτυχιούχοι που βρέθηκαν να είναι ανασφαλείς και ανασφάλιστοι. Ουδείς φυσικά περίμενε ότι η ανασφάλεια θα γινόταν συνώνυμη αυτής της γενιάς και θα την ακολουθούσε μέχρι και σήμερα. Στην οικονομική κρίση τα 700 ευρώ έπεσαν στα μισά, η ανεργία εκτοξεύθηκε, αναδύθηκε ο φόβος για το σήμερα και το αύριο. Μνημόνια, διχασμός, η ανήκουστη έως τότε σκέψη της μετανάστευσης. Και μετά; Μια πανδημία που ξαναπάγωσε τα όνειρά τους και μετέτρεψε τον φόβο της επιβίωσης σε φόβο του θανάτου. Και στην απόληξη του τελευταίου τούνελ, ένας πόλεμος…

«Εγώ πιστεύω ότι το τραύμα για τη δική μας γενιά είναι μονόδρομος. Αυτό έχει πια αποκρυσταλλωθεί μέσα μου», λέει στην «Κ» η 46χρονη Σοφία Φατούρου από τη Μελβούρνη όπου ζει τα τελευταία επτά χρόνια με την οικογένειά της. Δημοσιογράφος και ραδιοφωνική παραγωγός στην Αθήνα, είδε στην κρίση τον μισθό της να συρρικνώνεται, τους συναδέλφους της να απολύονται, «τίποτα να μη βγάζει νόημα». «Οσοι είχαν μια δουλειά και την κρατήσανε πάει καλά, όσοι είχαν δικό τους σπίτι επίσης. Για τους υπόλοιπους υπήρχε απόλυτη έλλειψη προοπτικής, ήμασταν μια χαμένη γενιά». Τα ζύγισαν, είδαν τι αντέχουν («άλλους τους πονάει πιο πολύ να φύγουν, άλλους τους πονάει πιο πολύ να μείνουν») και έφυγαν για Αυστραλία. Αγνωστοι μεταξύ αγνώστων, στο κατώφλι των 40, να ψάχνουν πατήματα και μια νέα καριέρα. Τα κατάφεραν. Με κόστος, αλλά τα κατάφεραν. «Κοιτώντας πίσω χαίρομαι που το έκανα. Χαίρομαι που έχω την εμπειρία στα 46 να έχω μια καινούργια καριέρα. Αυτό θα ήταν δύσκολο στην Ελλάδα», λέει με τον τίτλο της συμβούλου στρατηγικής επικοινωνίας σε μεγάλο οργανισμό.

Υστερα από όλα αυτά, πώς αντιμετώπισε την πρόκληση μιας πανδημίας; «Είναι απίστευτο, αλλά εμείς οι μετανάστες της Αυστραλίας κρατήσαμε όρθια την αγορά εδώ. Από το ψυχικό σθένος των ανθρώπων που είχαν ήδη περάσει δύσκολα άντεξε η Αυστραλία. Εμείς είχαμε ξαναπεράσει κάτι σαν lockdown. Μεγαλώνοντας παιδιά χωρίς βοήθεια για παράδειγμα».

Την Κατερίνα Κυριακίδου, 38 ετών σήμερα, βρήκε η κρίση στο… φροντιστήριο. Τότε σπούδαζε Νεότερη Ιστορία στο Πάντειο και παράλληλα εργαζόταν σε φροντιστήρια. «Ολα αυτά βέβαια στο πλαίσιο των χαμηλών μισθών και της έλλειψης ασφάλισης. Ποτέ δεν κατάφερα να έχω το μπάτζετ για να συντηρώ ένα μπλοκάκι». Ωστόσο κατάφερε να συνεχίσει τις σπουδές της. Τον Νοέμβριο του 2020 ολοκλήρωσε το διδακτορικό της, ακριβώς πάνω στην επέλαση του κορωνοϊού. Τα ερευνητικά προγράμματα που είχε βάλει στόχο «πάγωσαν», μαζί και η καριέρα της που δεν πρόλαβε ποτέ να ξεκινήσει. Ετσι άρχισε πάλι τα ιδιαίτερα. «Αντί να πάω μπροστά, πάω προς τα πίσω», λέει στην «Κ». «Ομως δεν τα παρατάω. Εμείς έχουμε περάσει διά πυρός και σιδήρου, είμαστε ευέλικτοι, ανθεκτικοί, την κυνηγάμε τη ζωή».

Η Μαρία Γοζαδίνου, 42 ετών, έχει ένα «κακό». Αγαπάει τη δουλειά της –ασχολείται με τον φωτισμό στο θέατρο– πολύ, ακόμα κι αν για χάρη της περνάει ενίοτε αρκετά δύσκολα. «Στον χώρο μας η ανασφάλεια είναι μεγάλη, πόσο μάλλον εν μέσω οικονομικής κρίσης», λέει στην «Κ». Υπομονή στην υπομονή και δουλεύοντας σεζόν στον τουρισμό για να βγουν τα έξοδα, ξεπρόβαλε η πανδημία. Ο πολιτισμός χτυπήθηκε σφόδρα. «Κάθε γενιά περνάει τα δικά της, δεν θέλω να συγκρίνω. Αυτό που ξέρω είναι ότι κάποιοι άνθρωποι τα παρατάνε, αλλά κάποιοι το παλεύουν και θέλουν να καλυτερέψουν τη ζωή τους. Λες “το παλεύουμε όλοι μαζί”. Αλλιώς βάζεις μια πέτρα και… γεια σας», λέει γελώντας.



Διαδοχικά τραύματα που αφήνουν σημάδια
Οικονομική κρίση, πανδημία, πόλεμος. Μια αλληλουχία «έκτακτων γεγονότων», κρίσιμων στιγμών, μια διαδοχή τραυμάτων που αφήνουν τα σημάδια τους. Οι ψυχολόγοι το ζουν από πρώτο χέρι. Τη γενιά των 700 ευρώ την ακολουθεί ένας κόφτης στο να αφήσει το δικό της στίγμα, παρατηρεί μιλώντας στην «Κ» η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Ιωάννα Γεωργοπούλου. «Οι συνεχείς κρίσιμες περίοδοι δοκιμάζουν την αντοχή και την ανθεκτικότητά της κι αυτό ενισχύει το άγχος, την απογοήτευση, την παραίτηση, τον φόβο και τη ματαίωση. Οδηγεί βέβαια παράλληλα και σε μια απελευθέρωση από τις κοινωνικές απαιτήσεις. Ποιος και τι να σου ζητήσει όταν το μόνο που έχει να σου δώσει είναι ευκαιρίες των 700 ευρώ, και εσύ τι να δώσεις για να αξίζεις τα λεφτά σου; Βάλτωμα». 

Μόνο που στους βάλτους εκτός από ρηχά και βρώμικα, είναι και ζεστά. «Εκεί κατοικεί η γενιά των 700 ευρώ χωρίς ενοχές. Οταν δεν μπορείς να φανταστείς το αύριο, όταν τα σχέδιά σου χωράνε σε ένα ποστ ή ένα… ποστ ιτ, τότε δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αναζήτησης νοήματος. Αναρωτιέσαι αν αξίζει και στην άγρα στόχων κουράζεσαι». Η οικογένεια έχει λειτουργήσει σαν μαξιλάρι – εκεί που αναπαύεσαι και εκεί που ξεσπάς. «Υπάρχει μια απρόθυμη επιστροφή σε παλαιότερους ρόλους. Μεταμορφώνεται σε υπερφυσικό μωρό που βρίσκει καταφύγιο στην οικογένεια. Μέσα στην “κούνια” προσπαθούν να ηρεμήσουν οι φόβοι και η ανησυχία και να δει τι μπορεί να κάνει με αυτό που περισσεύει και δεν βολεύεται».

«Αυτό που συνέβη στις Ελληνίδες και στους Ελληνες είναι ότι δεν έχουν προλάβει να επεξεργαστούν τα τραύματα που έχουν αφήσει πίσω τους όλα αυτά τα ξαφνικά και απρόσμενα γεγονότα», λέει από την πλευρά του στην «Κ» ο ψυχολόγος Δημήτρης Σταράκης, ο οποίος κάνει συνεδρίες και με Ελληνες που ζουν στο εξωτερικό, έχοντας φύγει με το τελευταίο μεταναστευτικό κύμα. Πώς να προλάβουν όταν το ένα διαδέχεται το άλλο; «Ομως οφείλουμε να αναγνωρίσουμε σε αυτή τη γενιά, την οποία ειρωνεύονταν κάποτε οι παλιοί ότι δεν είχε ζήσει πόλεμο, ότι όχι μόνο ζει διαδοχικά τραυματικά γεγονότα αλλά και τα αντιμετωπίζει». Αναγκαστικά αναπροσαρμόζουν την καθημερινότητά τους και τα πλάνα τους. «Οι άνθρωποι αυτοί, ιδίως όσοι βρίσκονται σε θεραπευτικό πλαίσιο, συνεχίζουν να κάνουν πλάνα, αλλά πιο μεθοδικά. Ο ορίζοντας των πέντε – δέκα χρόνων δεν υπάρχει πια, όλα επανεξετάζονται σε πιο βραχυχρόνιο πλαίσιο.

Είναι πιο προσεκτικοί γιατί θέλουν να προστατεύσουν τον εαυτό τους αλλά και τους άλλους». Είναι σημαντική η δύναμη της κοινότητας, αναφέρει η κ. Γεωργοπούλου. «Χρειάζεται να συνδεθούν, να στηριχθούν και να νιώσουν ικανοί να στηρίξουν κι άλλους». Η διαδικασία δεν είναι απλή, μπορεί να προκαλέσει κάποιες απογοητεύσεις. «Αλλά και μόνο το γεγονός ότι έχουν να σηκώσουν πολλά και είναι εδώ και το προσπαθούν καθημερινά δείχνει ότι απέναντι στο τραύμα δεν παραιτούνται εύκολα και αυτό είναι ελπιδοφόρο», καταλήγει ο κ. Σταράκης. 



Η ανασφάλεια κληροδοτείται διογκωμένη στους νεότερους
Από το 2007, όταν άρχισαν να συγκεντρώνονται τα σύννεφα που προμήνυαν έναν νέο κόσμο, έχουν περάσει 15 χρόνια. Μια αιωνιότητα και μια ημέρα. Η Βάσω Κόλλια διατελούσε τότε γενική γραμματέας Νέας Γενιάς. «Δεν θέλω να σας κρύψω ότι το πρόβλημα της γενιάς των 700 ευρώ εκείνη την εποχή ήταν το μεγάλο μου άγχος. Τόσο εμού όσο και της τότε υπουργού Παιδείας Μαριέττας Γιαννάκου, που ήταν η πολιτική προϊσταμένη μου», λέει στην «Κ». «Πολλές φορές σκέφτομαι ότι τελικά η γενιά των 700 ευρώ ήταν ο προάγγελος αυτών που θα ακολουθούσαν. Ως γνωστόν, οι οικονομικές κρίσεις χτυπούν πάντα πρώτα τη νέα γενιά και τις γυναίκες.

Είναι όμως και μια γενιά που άντεξε στα δύσκολα: η πρώτη γενιά ανθρώπων που αντιμετώπισε τις συνέπειες του κύματος των οικονομικών κρίσεων που έρχονταν. Η πρώτη που άντεξε στην αμφισβήτηση και τελικά στη διάψευση των σταθερών της κοινωνίας και της ίδιας τους της ζωής. Και άντεξε γιατί είχε αυτοπεποίθηση, μια αυτοπεποίθηση που της έδινε η σκληρή δουλειά που είχε κάνει για τον εαυτό της όχι μόνο σπουδάζοντας αλλά και δουλεύοντας σκληρά, έστω και για 700 ευρώ την τότε εποχή».
Ναι, αυτή η γενιά έχασε πολλά, την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, την προοπτική, την ανεξαρτησία της (πολλοί επέστρεψαν στην ασφάλεια του πατρικού), αλλά, με μια άλλη ανάγνωση, όπως παρατηρεί η καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Βασιλική Γεωργιάδου, κέρδισε και πολλά. 

«Μια καταστροφή οδηγεί κάπως αναπόδραστα και σε κάτι θετικό στο διάβα του χρόνου επειδή σε αναγκάζει να προσπαθήσεις πολύ, να δεις εναλλακτικές. Λειτούργησε λοιπόν σαν ευκαιρία, γι’ αυτό έχουμε σήμερα τόσο πολλούς Ελληνες επιστήμονες που εργάζονται στο εξωτερικό και διαπρέπουν και είναι περιζήτητοι και θέλουμε να τους φέρουμε πίσω». Οπως λέει, ιδίως οι λίγο νεότεροι αυτής της γενιάς, οι σημερινοί 35άρηδες, είναι πολύ διεθνοποιημένοι, με καλύτερη κατανόηση της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας και του ακαδημαϊκού ερευνητικού περιβάλλοντος. «Εκαναν άλματα τα οποία πιστώνω στους ίδιους. Μόνοι τους τα έκαναν. Η κρίση δημιούργησε την πίεση και τη συμπίεση, άνοιξαν τα φτερά τους και τα κατάφεραν». 
Παρ’ όλα αυτά, η κακοδαιμονία συνεχίστηκε. Μετά δέκα χρόνια κρίσης ακολούθησε η πανδημία της COVID-19, που ενίσχυσε τις υπάρχουσες αρνητικές τάσεις, όπως τους χαμηλούς μισθούς και τη στασιμότητα της αγοράς εργασίας. Το αίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας ακολουθεί τη γενιά των 700 ευρώ σαν δεύτερο δέρμα, και πλέον «κληροδοτείται» διογκωμένο στους νεότερους. «Ισως να αναζητήσουμε τι είδους συνέπειες έχει αυτό ακόμα και στην ταυτότητα των νέων», λέει στην «Κ» ο αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Βασίλης Βαμβακάς. «Θέλουν να είναι νέοι όπως οι παλιότεροι ή όχι; Παλιά ήσουν η ελπίδα, τώρα το να είσαι νέος παύει να αποτελεί σημείο αναφοράς. Η ταυτότητα του νέου βρίσκεται και αυτή σε αβεβαιότητα. Ισως θα μπορούσε να συνδεθεί και με τα είδη μουσικής που επιλέγουν, τα κενά νοήματος. Ψάχνουν έναν τρόπο να συζητήσουν δυσκολίες και αδιέξοδα, φαντασιώνονται έναν εύκολο τρόπο πλουτισμού που δεν υπάρχει πια».

Χωρίς… μαξιλαράκι
Και εδώ υπάρχει η αισιόδοξη ανάγνωση. «Ισως όλα αυτά οδηγήσουν σε μια πιο ξεβολεμένη γενιά από τη δική μας. Τώρα οι νεότεροι, το βλέπει κανείς ακόμα και στο πανεπιστήμιο, θέλουν να τελειώσουν γρήγορα, να πάνε στο επόμενο βήμα. Αιώνιοι φοιτητές δεν υπάρχουν πια. Η αραχτή ζωή που είχαμε ως νέοι εμείς δεν υπάρχει. Το μαξιλαράκι ασφαλείας που είχαμε εμείς δεν υπάρχει πια», λέει ο κ. Βαμβακάς.

Η Βάσω Κόλλια συμμερίζεται τη ρεαλιστική αισιοδοξία του. «Η σημερινή νέα γενιά αποσβολωμένη από τις καταστάσεις σού δίνει ενίοτε την εντύπωση ότι στερείται από κάθε αίσθηση σκοπού και ελπίδας, ότι γίνεται όλο και πιο παγερή και βίαιη. Οι νέοι αυτή την περίοδο αισθάνονται ιδιαίτερα απομονωμένοι, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η δυσαρέσκειά τους απέναντι στις προηγούμενες γενιές, αλλά και απέναντι στο πολιτικό σύστημα, στην πολιτική εξουσία και γενικότερα σε όλους τους θεσμούς, ενώ ταυτόχρονα δηλώνουν υψηλό πολιτικό ενδιαφέρον. Πιστεύω ότι η σημερινή νέα γενιά επειδή ακριβώς μεγάλωσε και αναγκάσθηκε να ενηλικιωθεί σε ένα τέτοιο περιβάλλον θα γίνει πιο διεκδικητική, πιο πολιτική, πιο συμμετοχική. Επειδή ακριβώς δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο στη ζωή της θα δώσει μάχες για μια πιο ανθρώπινη ζωή και επειδή είναι πιο προικισμένη από τις προηγούμενες μάλλον θα τα καταφέρει καλύτερα».


Πηγή: Λίνα Γιάνναρου - Kathimerini.gr