Καβάδια, τζουμπέδες, βρακοζούνια, προσκεφαλάδια, μεντέρια, σκλαβίναις, ζιπούνια, καμουχάδες και βεβαίως τεγγερέδες, σιδεροστιές και πυροστιές, τηγάνια, κροντήρια, κλανιόλες…
Τουρκοκρατία. Το βιος της νύφης, κάθε στοιχείο της περιουσίας της, κάθε κουμπί, κάθε φούντα της ρόμπας της, κάθε αντερί, κάθε ζωνάρι της ποδιάς της είναι κεφάλαιο της τιμής και της υπόληψής της και όρος της γραπτής συμφωνίας με τον γαμπρό. Ρουχισμός και σκεύη, απαραίτητα σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι, πολύτιμα, ή και λιγότερο πολύτιμα, αξεσουάρ ενός νέου σπιτικού είναι σύνηθες περιεχόμενο ενός τυπικού προικοσύμφωνου τη μακρά περίοδο του τουρκικού ζυγού στην Ελλάδα. Ξεχωριστή θέση στην επίσημη καταγραφή της προίκας έχουν τα κοσμήματα και η ακίνητη περιουσία.
Όμηρος, ο πρώτος προικοδότης
Η προίκα είναι ένας θεσμός με ρίζες στα βάθη των αιώνων. Η λέξη, προερχόμενη από το αποθετικό «προΐσσομαι (ζητώ δώρο, επαιτώ) και κατά άλλους από τη σύνθεση των «προ» και «ικνέομαι-ούμαι» (έρχομαι από πριν, δώρο που δίδεται πριν τον γάμο), απαντάται στα ομηρικά έπη! Την εποχή του Ομήρου οι γάμοι μεταξύ ευγενών γίνονται είτε με προσφορά δώρων εκ μέρους της νύφης, είτε με αγώνες μεταξύ συγγενών με έπαθλο τη νύφη, είτε με αρπαγή γυναικών (ωραία Ελένη - Πάρης). Ο Όμηρος αναφέρει την προίκα ως «το κατά τους γάμους διδόμενον μερίδιον, προίξ ή φερνή» (λεξικό lidell-Scott). Βέβαια, αυτή την εποχή, ο προικοδότης είναι κατά κανόνα ο άνδρας. Σπανίως δίνει προίκα η οικογένεια της νύφης. Στο Ι της Ιλιάδας ο Αγαμέμνονας τάζει στον Αχιλλέα μια από τις κόρες του για γυναίκα και μεγάλη προίκα, για να γυρίσει στη μάχη. Σημειώνει μάλιστα ότι δεν θέλει από εκείνον τίποτε σαν προίκα (αδώρητος). «Στο στερεό μου μέγαρο τρεις έχω θυγατέρες. Από τις τρεις αδώρητα στο σπίτι του Πηλέως ας φέρ´ ή την Χρυσόθεμιν ή και την Λαοδίκην ή και την Ιφιάνασσαν και θα της δώσω δώρα όσα κανείς στην κόρη του δεν έδωσε πατέρας». (Ομήρου, Ιλιάδα, Ι, 144-148). Κι εδώ, στο Ζ της Ιλιάδας απαντώνται για πρώτη φορά οι λέξεις «φερνή» (προίκα) και «πολύδωρη» (πολύφερνη). Αναφέρει ο Όμηρος ότι εκτός από την ομορφιά της η γυναίκα είναι περιζήτητη νύφη όταν έχει προίκα - «φερνή» και πως η Ανδρομάχη είναι «πολύφερνη» συμβία του Έκτορα. «…με ορμή εμπρός του πρόβαλε η ασύγκριτη Ανδρομάχη, πολύδωρη συμβία του και κόρη του γενναίου Αετίωνος».
Στην Οδύσσεια, βέβαια, μεταγενέστερο έργο της Ιλιάδας, η προίκα αναφέρεται περισσότερο ως προσφορά της νύφης προς τον γαμπρό («κι εκείνοι θα γνοιαστούν το γάμο της, θα φτιάξουν τα προικιά της αρίφνητα, στη θυγατέρα τους την ακριβή ως ταιριάζει» - Ομήρου, Οδύσσεια, α, 277-278).
Αυτή τη μεταβατική περίοδο το πλούσιο αντίτιμο για την εξαγορά της νύφης μετατρέπεται σε αποζημίωση του γαμπρού για το βάρος που πρόκειται να σηκώσει στην πλάτη του, ξελαφρώνοντας την οικογένειά της (!). Κατά τον συγγραφέα - φιλόλογο Αλέξη Τότσικα, η υλική και πνευματική πρόοδος, που αρχίζει από το τέλος της αρχαϊκής εποχής και κορυφώνεται στις κοινωνίες της κλασσικής εποχής, οδηγεί σε κοινωνικές αλλαγές και στη νομοθετική καθιέρωση νέων οικογενειακών θεσμών. Ανάμεσα σ´ αυτούς είναι και η θεσμοθέτηση της προίκας, που αρχίζει την εποχή του Σόλωνα. Ο νομοθέτης (6οαι. π.Χ.), ωστόσο, με τη «Σεισάχθεια» ορίζει ότι «η γυναίκα που παντρεύεται δεν παίρνει τίποτα άλλο μαζί της, παρά μόνο τρία φορέματα και μερικά οικιακά σκεύη». Έτσι καταργεί τον θεσμό των πλουσίων δώρων στους γάμους, διότι προκαλεί τον ανταγωνισμό και λειτουργεί ως μηχανισμός μεταβίβασης και συγκέντρωσης περιουσίας και πλούτου στις ήδη πλούσιες οικογένειες. Κι αν είναι απαραίτητο να υπάρχει μία προίκα στη ζωή μας, ο νομοθέτης κρίνει πως αυτή πρέπει να είναι τα βασικά, τα απαραίτητα μιας γυναίκας («ιμάτια τρία και σκεύη αξίας μικρού νομίσματος»), για να μπορεί να έχει και ελευθερία λόγου στο σπίτι της. «Νύφη άπροικος ουκ έχει παρρησίαν» γράφει ο Μένανδρος, δηλαδή νύφη χωρίς προίκα δεν έχει ελευθερία λόγου, ενώ του Ευριπίδη η Ανδρομάχη λέει: «ταύτα δωρείται πατήρ πολλοίς συν έδνοις, ώστ΄ ελευθεροστομείν» («αυτά μου χαρίζει ο πατέρας μαζί με πολλά άλλα γαμήλια δώρα, ώστε να μπορώ να μιλάω ελεύθερα»).
Σε αρχαία Αθήνα και Σπάρτη ο γάμος επικυρώνεται με τη συμφωνία του πατέρα της νύφης και του γαμπρού ενώπιον μαρτύρων. Αυτή είναι η περίφημη «εγγύη», μια πολύ σημαντική προφορική νομική πράξη, καθώς με αυτήν ορίζεται η προίκα και ταυτόχρονα η «κυριότητα» της κοπέλας περνά από τον πατέρα στον μνηστήρα.
Τον χρυσό αιώνα η προίκα της νύφης, που τάζει στον γαμπρό ο πατέρας της, εμπλουτίζεται. Περιλαμβάνει ρουχισμό, οικιακά σκεύη, έπιπλα και χρήματα. Δεν είναι απλώς δώρα, αλλά υποχρέωση του πεθερού έναντι του γαμπρού που τον ξελαφρώνει πάντα από το βάρος της κόρης.
Ο Αριστοτέλης, ωστόσο, χαρακτηρίζει την προίκα «βαρβαρικό έθιμο» και ο Πλάτωνας, φανατικός πολέμιός της, στην «Πολιτεία» του, τη χαρακτηρίζει αντιδημοκρατική, επειδή ευνοεί την ένωση δύο μεγάλων περιουσιών και τη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια ολίγων.
Στη ρωμαϊκή εποχή η προίκα αντιστοιχεί στο κληρονομικό μερίδιο της γυναίκας επί της πατρικής περιουσίας. Όταν εκείνη παντρεύεται και φεύγει από την οικογένειά της, χάνει τα κληρονομικά της δικαιώματα πάνω στη οικογενειακή περιουσία. Ως αντιστάθμισμα, ο πατέρας της νύφης υποχρεούται να δώσει ορισμένα περιουσιακά στοιχεία στον άνδρα της. Τα πρώτα ρωμαϊκά χρόνια η προίκα αποτελεί μια ηθική υποχρέωση του πεθερού προς τον γαμπρό. Αλλά τον 1ο μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αύγουστος με νόμο υποχρεώνει τον πατέρα να προικίζει την κόρη του. Οι αυτοκράτορες Σεβήρος και Αντώνιος επεκτείνουν την ισχύ του νόμου σε όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Από τον 2ο αιώνα μ.Χ. αρχίζει να διαδίδεται και η σύνταξη σχετικού συμβολαιογραφικού εγγράφου. Αυτή η υποχρεωτική προίκιση των γυναικών θα περάσει αργότερα στις ευρωπαϊκές χώρες που υιοθετούν το ρωμαϊκό δίκαιο.
Το έθιμο διαρκεί όλη τη βυζαντινή περίοδο και φτάνει στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οπότε πέφτουν και όλα τα προσχήματα...
Στο όνομα μιας τιμής, που προσμετράται και εξαργυρώνεται σε χρήμα, περιουσίες αλλάζουν χέρια και οικογένειες καταστρέφονται. Η υπόσταση της γυναίκας, ως βάρος που για να σηκώσει κάποιος πρέπει να αποζημιωθεί, σύρεται βάναυσα σε έναν κυκεώνα απολίτιστων κοινωνικών συνθηκών, εξευτελίζεται, πουλιέται και αγοράζεται… Μαρτυρίες που φτάνουν στο σήμερα, αποκαλύπτουν πατεράδες που πληροφορούνται τη γέννηση του θηλυκού παιδιού τους, να τραβούν τα μαλλιά τους! Η γυναίκα που δίνει ζωή δεν τη δικαιούται! Ακόμη και η προγαμιαία δωρεά που υιοθετείται περί τον τελευταίο αιώνα της οθωμανικής κυριαρχίας, δεν περιποιεί τιμή για τη γυναίκα. Το ποσό αυτή τη φορά καταβάλλει ο γαμπρός, μετατρέποντας τη νύφη από προϊόν πώλησης σε προϊόν εξαγοράς…
Αυτή την περίοδο, σε ό,τι αφορά τα πρακτικά που υπαγορεύει το έθιμο, οι θυγατέρες προικίζονται και από τους δύο γονείς και μάλιστα η υποχρέωση της μητέρας να προικίσει την κόρη της δεν ένα απλό ηθικό καθήκον, αλλά επιβάλλεται δια νόμου και είναι ανεξάρτητη από εκείνη του πατρός της νύφης. «Η προικοπαράδοσις της νεονύμφου, όπου την προικίζει ο πατήρ αυτής και η μήτηρ» είναι φράση κλισέ στα σωζόμενα προικοσύμφωνα από το 1749 έως και το 1774. Σε ένα τέτοιο έγγραφο του έτους 1809, με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου, στην αρχή, αναφέρεται επί λέξη:
«Εις δόξαν Χριστού, 1809 Σεπτέμβρ. 18, Αθήναι.
Ίσον και όμοιον της προικοπαραδόσεως εις τον νοταρικόν Κώδικα της Κυρίας Αικατερίνης, θυγατρός του σιορ Πιέρου Κλάδου, όπου της επαρέδωσεν ο ρηθείς πατήρ αυτής ομού και η μήτηρ αυτής Κυρία Χρυσούλα διά πατρικόν και μητρικόν μοιράδιον εις προίκα τα κάτωθι.
Εν πρώτοις εικόνα μίαν εις όνομα της Αγίας Αικατερίνης. Κασσέλα κάρινη μία και φορτσέτια δύο κ.λ.π.».
Το έγγραφο υπογράφει, μετά τους μάρτυρες, ο Αντώνιος Καρόρης, «νοτάριος της Πολιτείας Αθηνών» και όπως διευκρινίζει ο ιστορικός Δ. Γέροντας στο έργο του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ», η φράση «ίσον και όμοιον» αντιστοιχεί στη σημερινή «ακριβές αντίγραφον», η δε λέξη «μοιράδιον» σημαίνει μερίδιο.
Αλλά η υποχρέωσης προικοδότησης της θυγατέρας βαραίνει και τα αγόρια αδέλφια της, κατ΄ αντιστοιχία της παράδοσης που έρχεται από τους αρχαιοελληνικούς χρόνους. Σε δικανικό λόγο υπέρ Μαντιθέου, τον οποίο καταγράφει ο Λυσίας, ο κατηγορούμενος αναφέρεται στη σύσταση προίκας από τον ίδιο χάριν των άγαμων αδελφών του, προκειμένου αυτές να αποκατασταθούν καλύτερα.
Δικαίωμα στην προικοδοσία και μάλιστα ισότιμο με τις υπόλοιπες θυγατέρες της οικογένεια έχουν οι θετές κόρες. Στην Αθήνα της τουρκικής δεσποτείας και κατ΄ επέκταση και των επαναστατικών χρόνων, η θετή κόρη (όπως και ο θετός γιος) είναι παιδί απόλυτα εξομοιωμένο προς το βιολογικό, όχι μόνο στα περιουσιακά δικαιώματα, αλλά και στη διαδοχή του γένους. Η υιοθεσία θεωρείται πράξη ιερή. Στα προικοσύμφωνα, αλλάζουν μόνον οι όροι. Η θετή κόρη αποκαλείται «ψυχοθυγατέρα» και προικοδοτείται από την «ψυχομάνα» και τον «ψυχοπατέρα». Αυτή την εποχή εμφανίζεται και ο όρος «ψυχοκόρη», αλλά ο ιστορικός Δ. Καμπούρογλου τη διακρίνει από την «ψυχοθυγατέρα». Αυτή η τελευταία είναι η υιοθετημένη κόρη, αλλά η πρώτη, είναι η νεαρή που από μικρή εργάζεται σε κάποια οικογένεια, η οποία αναλαμβάνει να την προικίσει.
Τουρκοκρατία: Νύφες ετών 10 και γαμπροί 14
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, λοιπόν, η προίκα είναι εδώ. Θεόρατη και απολύτως ωμή και σιχαμένη! Η υποψήφια νύφη δεν έχει ξεπαιδέψει καν. Για την ακρίβεια, το κατώτατο όριο της ηλικίας στην οποία μπορεί να περιέλθει «εις γάμου κοινωνίαν» είναι το 10ο έτος της (το αντίστοιχο για τον γαμπρό το 14ο) ) κι έτσι καθώς οι καιροί είναι χαλεποί και οι γονείς κοιτούν να απαλλαγούν από το βάρος της κόρης, θεωρούν ευλογία αυτό να γίνει νωρίς νωρίς. Για συμβία δεν θα την επιλέξει ο επίδοξος σύζυγος, αλλά ο πεθερός. Εκείνος θα πλησιάσει τον πατέρα της, εκείνος θα καθήσει στην κεφαλή του τραπεζιού όπου θα συμφωνηθεί η προίκα. Ο… ενδιαφερόμενος θα είναι παρών. Δεν του πέφτει και πολύς λόγος, αλλά τουλάχιστον θα κάθεται κι αυτός στο τραπέζι του παζαριού. Μόνο αυτός. Εκείνη όχι. Η αποκάλυψή του θα είναι γι αυτήν έκπληξη. Θα τον πρωτοαντικρίσει στην τελετή του αρραβώνος, όπου θα γίνει μία άλλη συμφωνία υπό τον όρο «τράχωμα», η οποία θα περιλαμβάνει μόνο καταβολή μετρητών στον γαμπρό. Οι εκδοχές για την ετυμολογία της λέξης είναι πολλές και ποικίλες, ότι πιθανόν προέρχεται από το φραγκικό «traitement», την αποζημίωση της νύφης σε περίπτωση διαζυγίου, τη διατροφή, ότι ενδεχομένως προκύπτει από τη λέξη «τραχοκοπέλλα» (μεταγεν. «γεροντοκόρη» με τα δεδομένα της εποχής) -καθώς αρχικά το τράχωμα καταβαλλόταν στον υποψήφιο γαμπρό μόνο όταν η ηλικία της κοπέλας είχε παρέλθει- ή ακόμη, μιας και μιλούμε περί μετρητών, ότι η λέξη προήλθε από το επίθετο «τραχύς» ως συνοδευτικό του νομίσματος άσπρου, δηλαδή του αργυρού. Ωστόσο, μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ερμηνεία της λέξης, που παραθέτει ο Θ. Ν. Φιλαδελφεύς στο δίτομό του υπό τον τίτλο «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ»: «…όπως οι πάσχοντες κατά τους οφθαλμούς υπό τραχωμάτων τυφλώττουσι σχεδόν, ούτω και οι γονείς, οι ασυνειδήτως απογυμνούντες εαυτούς και τα τέκνα των χάριν επιδείξεως και ψευδοφιλοτιμίας, αμβλυωπούσιν»!
Παρότι το «τράχωμα» απαντάται τακτικά σε αρχεία νοταρίων της ελληνικής περιφέρειας φαίνεται πως στην Αθήνα η λέξη είναι άγνωστη… Αντίθετα εδώ ανθεί η προγαμιαία δωρεά, δηλαδή η καταβολή ενός χρηματικού ποσού από τον γαμπρό στη νύφη. Όπως αποκαλύπτει, ωστόσο, η διασωθείσα συλλογή προικοσυμφώνων, που εκδόθηκε από τον Αντ. Μομφεράτο, την προ γάμου δωρεά οι παλιότεροι κρατούν σε χαμηλά κατά το δυνατόν επίπεδα για να μην αποθαρρύνονται να συνάψουν γάμο οι νέοι, που είναι στα όρια της ανέχειας.
Αλλά, βέβαια, όπως και στην προίκα έτσι και στην προγαμιαία δωρεά, η ιστορία καταγράφει αξιοσημείωτες υπερβολές. Η σωζόμενη μαρτυρία με τη μεγαλύτερη δωρεά αναφέρεται σε προικοσύμφωνο του 1646. Το έγγραφο δεν σώζεται στο σύνολό του, αλλά από ό,τι έχει μείνει, προκύπτει ότι ο γαμπρός ονόματι Λινάρδος κατέβαλε για την κόρη του πεθερού Ρωμανού ποσό 15.000 νομισμάτων. Φαίνεται πως το… εξαγορασθέν είδος ήταν τεφαρίκι!
Η αλήθεια είναι ότι οι μεγάλες «αγριότητες» καταγράφονται στην προίκα, το ταπεινωτικό για τη γυναίκα έθιμο, δεδομένου ότι έχει καθιερωθεί ως αντίτιμο στον γαμπρό, που θα πάρει από τις πλάτες του πατρός το βάρος της κόρης. Γι αυτό και στην αρχή, η προίκα περιορίζεται στο να καλύπτει τις προσωπικές ανάγκες του κοριτσιού, ώστε να μην επιβαρύνεται με αυτές ο σύμβιός της (ρουχισμός, είδη καλλωπισμού κ.λ.π.), αλλά και τις ανάγκες του σπιτικού της (σερβίτσια, κατσαρολικά, άλλα είδη σπιτιού). Όμως, όσο περνά ο καιρός και οι επίδοξοι γαμπροί διαπιστώνουν ότι η… προσφορά μπορεί να λύσει το πρόβλημα της ζωής τους, τόσο πιο απαιτητικοί γίνονται. Αντιστοίχως, πολλές φορές, οι καλοστεκούμενες οικονομικά οικογένειες σε έναν νοσηρό ανταγωνισμό μεταξύ τους, φτάνουν σε σημείο να κυνηγούν την υπεροχή και την αναγνώριση, μέσω των προικών που εξασφαλίζουν για τις θυγατέρες τους, συντηρώντας και τρέφοντας στην πραγματικότητα την προικοθηρία. Ο Θ. Ν. Φιλαδελφεύς περιγράφει χαρακτηριστικά: «…προϊόντος όμως του χρόνου, καθ΄ όσον ηύξανον αι περιουσίαι και η κατ΄ ακολουθίαν ευημερία, συνηύξανε και η προς επίδειξιν τάσις. Ιδίως δ΄ εξεδηλούτο κατά την προικοδοσίαν, και έφθασε η αμετρία και η υπερβολή εις τοσούτον, ώστε κατήντησαν πολλοί των γονέων να δαπανώσιν ολόκληρον την περιουσίαν αυτών, αντιφιλοτιμούμενοι και αγωνιζόμενοι τις να υπερτερήσει του άλλου κατά το ποσόν της προικός. Διότι εκτός των μετρητών χρημάτων ενέγραφον υπέρ των θυγατέρων αυτών και κτήματα και τιμαλφή ποικίλα και ιμάτια πολυτελέστατα χρυσοπάρυφα και μαργαριτοστόλιστα». Ενδεικτικά δε της κατάστασης παρατηρεί: «Και εάν τουλάχιστον περιωρίζετο η σπατάλη μεταξύ των ευπορωτέρων, κάπως το πράγμα θα ήτο ανεκτόν. Αλλά εν Αθήναις συνέβαινε γελοίος τις συναγωνισμός εις τα της πολυτελείας και επιδείξεως, ούτως ώστε και οι μη ευπορούντες εκ πτωχαλαζονείας έδιδον εις τα θυγατέρας των προικίον ανώτερον της καταστάσεώς των, αντιφιλοτιμούμενοι προς τους πλουσίους»…
Για την επικύρωση του πράγματος αναφέρεται παράδειγμα σωζόμενου προικοσύμφωνου του 1770, όπου η χήρα μητέρα, αφού απαριθμεί «μπόλιαις, πεσκίρια, γρύζους, ζωνάρια, σιγούνες, πρόβατα, γαϊδάρες και μετρητά», δικαιολογώντας τη μη έγκαιρη παράδοση του αντερίου της νύφης (φορεσιά από ακριβό ύφασμα, πάνω από την οποία, στη μέση, η κοπέλα έδενε φαρδιά μεταξωτή ζώνη), προσθέτει εγγράφως: «εξέχως φανερόνομεν ότι δια το αντερί ρούχο, επειδή και να μην ήταν τελειομένο κατά την συνίθιάν του ετιμίθη η αυτή έξοδος ριάλια πενήντα και δια την έξοδον του έδωσα πρόβατα πενήντα»!
Αν λοιπόν, αναρωτιέται ο χρονικογράφος, η κόρη μιας πτωχονοικοκυράς έφερε αντερί αξίας πενήντα προβάτων, πόσο μπορεί να στοίχιζε το πολυτελές φόρεμα μιας πολύφερνης νύφης;
Στον περίφημο νοταριακό κώδικα του Παναγή Πούλου, εντοπίζουμε και τον περίεργο όρο «παλληκαριάτικον». Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη πράξη προικοδοτήσεως, μαζί με ακίνητα και άλλα αντικείμενα, αναφέρεται η φράση «εις Σιγέρα αμπελότοπον δια παλληκαργιάτικο στρέμμα ένα προικίσιο, με ελαιόδενδρα πέντε και συκιά μίαν».
Παλληκαριάτικο, λοιπόν, είναι η προίκα της δευτεροπαντρεμένης γυναίκας προς τον σύμβιό της και καταβάλλεται πριν τον γάμο. Όσο δε για την ετυμολογία της λέξης, αυτή προέρχεται από το «πάλλαξ» (νεανίας) και κατ΄ επέκτασιν άγαμος. Συνεπώς ο νέος, το παλληκάρι, πληρώνεται για να νυμφευτεί τη γυναίκα που έρχεται για δεύτερη φορά εις γάμου κοινωνίαν. Αντίθετα, ο άγαμος που θα νυμφευθεί την παρθένα κόρη θα δωρίσει ο ίδιος στη μέλλουσα σύζυγό του το «θεώρητρον» «δια την τιμήν της παρθενίας» της! Σε έγγραφο του 1817, που φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, η σύσταση θεωρήτρου διατυπώνεται ως εξής: «…τάσσει δε και ο γαμβρός της άνωθεν συμβίου του Ευδοκίας διά προγάμου δωρεάν γρόσια τριακόσια εν (301) και δια την παρθενίαν της έτερα τετρακόσια εν (401)…».
Σημειώνεται ότι τα ποσά που αναφέρονται στα επίσημα προικοσύμφωνα των αιώνων της οθωμανικής κατοχής -και όχι μόνον- λήγουν πάντα σε μονάδα (1), γεγονός που κατά τη λαϊκή παράδοση αποδίδεται στην προσδοκία του ξεκινήματος, της βάσης, για μια ζωή πλούσια γεμάτη αγαθά και χρήμα.
Το κοινωνικό στάτους της εποχής αιτιολογεί και ερμηνεύει τα της… αγοραπωλησίας μιας γυναίκας, δια της προίκας, του τραχώματος, ή του παλληκαριάτικου. Σήμερα, ωστόσο, δεν παύει να εντυπωσιάζει η… νομική κάλυψη των «ποιοτικών χαρακτηριστικών» του «εμπορεύματος» νύφη! Εκείνη που ατύχησε στον πρώτο γάμο της αντιμετωπίζεται ως μεταχειρισμένο προϊόν για την απόκτηση του οποίου απαιτείται επιβράβευση στον αγοραστή, η δε ανέγγιχτη επευφημείται και διασύρεται δημοσίως δια αδράς αποζημιώσεως από τον αγοραστή της…
Η επανάσταση των πεθερών
Το θέμα είναι ότι με τούτα και με κείνα, καθώς ο χρόνος περνά και όπως κι αν «βαφτίζεται» το αντίτιμο της… συναλλαγής, τα… κόστη φτάνουν στα ύψη και περιουσίες χάνονται στο χαρτομάνι των νοταρίων, που κάνουν χρυσές δουλειές. Και κάποτε, το 1734, ο πατριάρχης Νεόφυτος αποφασίζει να μπει μπροστάρης σε μια εκστρατεία κατάργησης του δαπανηρού εθίμου. Με επιστολή του περί «όρου προικοδοσίας» προς τον τότε μητροπολίτη Αθηνών σημειώνει με σαρκασμό:
«Η προιξ αντικαθιστά της ψυχής την ευγένειαν… την αρετήν… την αγωγήν και των ηθών την κοσμιότητα… την επιστήμην και την σύνεσιν… την ευρωστίαν, την υγείαν, το κάλλος, τον έρωτα… Η προιξ είναι της κοινωνίας ο όλεθρος…».
Ο ιεράρχης σημειώνει ότι «επειδή οι των Αθηνών χριστιανοί εκ των υπερβολικών προικών έφθασαν εις κοινήν δυστυχίαν και δυσπραγίαν, διότι επεκράτησε να δίδωσιν εις τα υπανδρευομένας θυγατέρας των όχι μόνον άσπρα μετρητά, αλλά να προικοδοτώσι ταύτας και με πράγματα και κτήματα, ελαιόδενδρα δηλ. αμπέλια, χωράφια, μάλαγμα, μαργαριτάριον και φορέματα ρουχικά όχι μικράς τιμής και έπειτα ένεκα κακώς ευνοουμένης φιλοτιμίας το κακόν ολοέν αυξάνει και ούτω οι πενθεροί αναγκαζόμενοι να δίδωσιν όλην την περιουσίαν των εις τας θυγατέρας των, αφίνουσι τους υιούς των "απρονόητους και ακυβέρνητους" συσκεφθέντες (οι πενθεροί των Αθηνών) απεφάσισαν να θέσωσι φραγμόν τινά και ώρισαν όπως οι μεν της πρώτης τάξεως προικοδοσία ανέρχεται εις γρόσια 1050…». Στην επιστολή τονίζεται ότι το ποσό αυτό είναι η αποτίμηση του συνόλου των δώρων που θα δίδονται για προίκα, συμπεριλαμβανομένων ρουχισμού, σκευών, διαφόρων αντικειμένων του σπιτιού. Διευκρινίζεται, δε, ότι αν τα δώρα δεν φτάνουν το προτεινόμενο ποσό, τότε αυτό να συμπληρώνεται σε μετρητά. Τέλος, αναφέρονται αντίστοιχα ποσά και για τις κατώτερες τάξεις.
Ο μητροπολίτης συμφωνεί και επαυξάνει, επικυρώνοντας την πρόταση και απειλώντας τους παραβάτες με αφορισμό!
Αλλά, ως γνωστόν, ο χρόνος κονταίνει τη μνήμη… Και σε μικρό χρονικό διάστημα το πατριαρχικό γράμμα χάνεται στη λήθη, οι αφορισμοί μπαίνουν στο συρτάρι και η αθηναϊκή «νόσος» επανέρχεται δριμύτερη! Περιουσίες επί περιουσιών στήνονται στις… πλάτες των νυμφών, που ναι μεν δεν εργάζονταν για να τα… φέρουν στο σπίτι, πλην όμως υπάρχει άλλος τρόπος για να αποζημιωθεί αυτή η… αδράνειά τους.
Θηλιά στο λαιμό της φτωχής οικογένειας οι κοπέλες της παντρειάς
Με το πέρασμα των χρόνων ο θεσμός της προίκας κατοχυρώνεται στα πατροπαράδοτα της ελληνικής κοινωνίας. Η κοπέλα της… παντρειάς, κυρίως όταν προέρχεται από φτωχόσπιτο, που ζει στα όρια της ανέχειας, μετατρέπεται σε πονοκέφαλο για τον πατέρα της και άχθος αρούρης για την οικογένειά της. Εφόσον υπάρχουν αρσενικά αδέλφια και εκείνη μένει ανύμφευτη, φρενάρει και τη δική τους αποκατάσταση. Έτσι, πατέρας και γιοι πέφτουν με τα μούτρα στη συλλογή της προίκας της. Όσο για την ίδια τη μέλλουσα νύφη, από μικρή μπαίνει στην υποχρέωση να εξασφαλίσει ό,τι περισσότερο μπορεί για την προίκα της, πλέκοντας και ράβοντας ασπρόρουχα και κεντίδια για τη διακόσμηση του αυριανού σπιτιού της. Έτσι κι αλλιώς, με αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να αποδείξει ότι θα είναι χρυσοχέρα και άξια νοικοκυρά.
Με τον καιρό, από κοινωνική σύμβαση η προίκα μετατρέπεται σε εμπορική συμφωνία ή συχνά σε μέσο πίεσης για πλουτισμό, καρκίνωμα στους κόλπους της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας. Οι γάμοι μεταξύ τέκνων πλούσιων οικογενειών, μεγαλώνουν περιουσίες και όπου δεν υπάρχουν περιουσίες, υποψήφιοι γαμπροί εκβιάζουν με υπέρογκες απαιτήσεις οικογένειες για να αποκαταστήσουν κόρες που δεν έχουν… πέραση.
Το δεύτερο μισό του 20ου αι. το θέμα της προίκας μετατρέπεται σε σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Οι απελευθερωτικοί πόλεμοι, η κατοχή, ο εμφύλιος ρίχνουν τις οικογένειες σε ανέχεια. Οι προίκα δεν βγαίνει. Χωριά της Ρούμελης επαναστατούν. Ένα τηλεγράφημα διαμαρτυρίας προς τη βασίλισσα Φρειδερίκη, το οποίο υπογράφουν 17 κοινότητες κηρύσσει τον πόλεμο κατά του αναχρονιστικού θεσμού. Μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Η προιξ με νομισματική πλέον μονάδα την αγγλική λίραν, κατάντησε ο μεγαλύτερος εφιάλτης των εχουσών κορίτσια οικογενειών. Ως επί το πλείστον δεν λαμβάνεται υπόψιν η προσωπική αξία ενός κοριτσιού, αλλά το ποσόν των λιρών που διαθέτει και ο νέος θα ρωτήσει πρώτον τι χρηματικό ποσόν διαθέτει η κόρη και έπειτα θα ρωτήσει δια την κόρην. Δια τούτο πολλά κορίτσια αξιών μένουν στο περιθώριο της ζωής και γίνονται γεροντοκόρες και πεθαίνουν από μαρασμό, οι δε γονείς αυτών καταλαμβάνονται από απογοήτευση και απελπισία».
Η Φρειδερίκη, αντί να μεριμνήσει για την κατάργηση της προίκας, οργώνει την Ελλάδα μοιράζοντας «βιβλιάρια απόρων κορασίδων» με συμβολική κατάθεση 1.000 δρχ., που παίρνει ως προικοδότηση κάθε άπορη κοπέλα με την ενηλικίωσή της. Για τη Φρειδερίκη η εποχή δεν ευνοεί να πολεμήσει την προίκα… Ετοιμάζει τον γάμο της κόρης της με τον διάδοχο του ισπανικού θρόνου και σκέφτεται να ασκήσει πίεση στον Έλληνα πρωθυπουργό, Κ. Καραμανλή, ώστε να κόψει από τον προϋπολογισμό της χώρας ένα σεβαστό ποσόν για την προικοδότηση της πριγκίπισσας… Οι φοιτητές διαδηλώνουν στους δρόμους της Αθήνας με βασικό σύνθημα «προίκα στην παιδεία, όχι στη Σοφία». Στις 19 Φεβρουαρίου ο υπουργός Οικονομικών Σπ. Θεοτόκης καταθέτει στη Βουλή νομοσχέδιο με το οποίο δίδεται εντέλει προίκα στη Σοφία ύψους 9 εκατομμυρίων δρχ. (300.000 δολάρια). Το νομοσχέδιο εγκρίνεται δια βοής.
Αλλά ο σπόρος της αντίδρασης έχει πέσει και τα επόμενα χρόνια φέρνει καρπούς. Το καλοκαίρι του 1978 ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή υπό τον ομότιμο καθηγητή της Νομικής Αθηνών Α. Γαζή, συζητά την κατάργηση των νόμων 1403-1404 του Αστικού Δικαίου, που αφορούν την προίκα και αντιτίθενται στις αρχές του Συντάγματος περί ίσων δικαιωμάτων των δύο φύλων. Η επιτροπή λέει «όχι στην προίκα» και ζητεί την κατάργηση του θεσμού. Οι διαβουλεύσεις κρατούν χρόνια. Το 1983 ψηφίζεται η οριστική κατάργηση της προίκας με τον νόμο 1329, που ορίζει ότι και οι σύζυγοι υποχρεώνονται να συμβάλλουν ανάλογα με τις δυνάμεις τους στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας στο πλαίσιο της ισότητας.
«Οι γονείς δεν υποχρεούνται να δίνουν προίκα στα κορίτσια, αλλά να παρέχουν στα παιδιά τους - αγόρια και κορίτσια - όλα τα απαραίτητα εφόδια για το νέο ξεκίνημα στο γάμο τους» αναφέρεται ειδικότερα στον νόμο και προστίθεται ότι «οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας […] η συνεισφορά γίνεται με προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Τηγάνια, πυροστιές, κλανιόλες, κοσμήματα και κτήματα - Η προίκα στους αιώνες με το βιος της νύφης
- Τρίτη, 11 Ιανουάριος 2022 08:34
- Ελλάδα