Μαρία Κάλλας,η γυναίκα μύθος της παγκόσμιας τέχνης - Από τη λαμπρή καριέρα ως την κοινωνική απομόνωση

16 Σεπτεμβρίου 1977, η 53χρονη υψίφωνος Μαρία Κάλλας, μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες στην ιστορία της παγκόσμιας όπερας, πεθαίνει στο σπίτι της στο Παρίσι.



Όπως γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ» της 17ης Σεπτεμβρίου 1977, «Είχε αισθανθεί έντονο πόνο στο στήθος και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Όταν, κάποια στιγμή σηκώθηκε για να πάει στο λουτρό, έχασε τις αισθήσεις της και κυλίστηκε στο πάτωμα. Η καμαριέρα της, που έσπευσε να τη βοηθήσει να γυρίσει στο κρεβάτι, διαπίστωσε πως ήταν πια αργά. Η μεγάλη αοιδός, είχε ξεψυχήσει. Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια»


H είδηση του θανάτου της Κάλλας, όπως ήταν φυσικό, πρόκαλεσε μεγάλη αίσθηση.



«Ήταν μια θεά και θα μείνει ένα αιώνιο σύμβολο. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ πως η καχεκτική Λυρική Σκηνή των Αθηνών την βρήκε ανεπαρκή και την έδιωξε. Σας ζητώ να τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή» δήλωσε ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, απευθυνόμενος στο κοινό της παράστασης στο θέατρο Καπλανών, παρουσία του Αλέξη Μινωτή, της Ασπασίας Παπαθανασίου και άλλων καλλιτεχνών.

O Mάνος Χατζηδάκις δήλωσε: «Με τον θάνατο της Μαρίας Κάλλας χάνεται ένας τελευταίος ήρωας της μουσικής, γιατί μόνο οι ήρωες σχηματίζουν μύθους, και η Κάλλας ήταν απ’ αυτούς. Ο χαμός της υπήρξε το ίδιο συγκλονιστικός, όπως συγκλονιστική υπήρξε και η παρουσία της και με θλίβει και σαν Έλληνα και σαν μουσικό»

Τα παιδικά χρόνια

Η Μαρία Κάλλας γεννήθηκε το 1923, στη Νέα Υόρκη από γονείς έλληνες μετανάστες, με το όνομα Μαρία Άννα Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου.

«Παιδάκι 3 χρονών άκουε με ιδιαίτερη προσοχή τις όπερες που έπαιζε η οικογενειακή της πιανόλα. Σε ηλικία 8 χρονών άρχισε να παίρνη μαθήματα φωνητικής μουσικής. Σε ηλικία 9 χρονών ήταν ήδη ένας ‘αστήρ‘ στα προγράμματα και τις συναυλίες του σχολείου, όπου φοιτούσε. (…) Σε ηλικία 13 ετών οι γονείς της την πήραν και γύρισαν στην Αθήνα»

Η Μαρία Κάλλας γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών, το οποίο, σύμφωνα με το περιοδικό  LIFE «δεν ήταν κανένα μεγάλο ίδρυμα, αλλ’ είχε την τύχη να συγκαταλέγη μεταξύ του διδακτικού προσωπικού του την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο που έδινε μαθήματα στην Μαρία Κάλλας κατά τα επτά ακόλουθα έτη»

Όπως είχε αναφέρει η Ιντάλγκο «Η Μαρία ήταν τετράγωνη και χοντρή, αλλά τραγουδούσε με τέτοια δύναμη, με τέτοιο αίσθημα κι ερμήνευε με τόσο θαυμασία ό,τι τραγουδούσε. Εύρισκε ιδιαίτερη ευχαρίστησι να δοκιμάζη τη φωνή της στις πιο δύσκολες κολορατούρες, στις πιο ψηλές νότες και τρίλλιες. Από τότε ακόμα που ήταν παιδί, είχε ένα τρομακτικά δυνατό χαρακτήρα, μια απίστευτη θέλησι! Το μνημονικό της αποτελούσε φαινόμενον! Μέσα σε 8 ημέρες μπορούσε να μάθη την πιο δύσκολή όπερα!»

Πριν κλείσει τα 15 της χρόνηα, η Κάλλας έκανε στην Αθήνα το ντεμπούτο της συμμετέχοντας στην Καβαλερία Ρουστικάνα.

Το όχι στην Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης

«Σε ηλικία 22 χρόνων ήταν στη Νέα Υόρκη και τραγουδούσε δοκιμαστικά, προκειμένου να προσληφθη στην Μετροπόλιταν. Της έγινε πρότασις να πρωταγωνιστήση στην Μπατερφλάϋ και στο Φιντέλιο στα αγγλικά.»

ιν.γρ

«ΤΑ ΝΕΑ», 13.12.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

»Απάντησε πως για μεν τον ρόλο της Μπάτερφλάυ ήταν πολύ χοντρή, κι όσο για να τραγουδήση αγγλικά στο Φιντέλιο είπε: ‘Είναι τόσο σαχλό πράγμα να τραγουδιέται μια όπερα αγγλικά! Ένα μελόδραμα σε αγγλική γλώσσα κανένας δεν το παίρνει στα σοβαρά!’»

Η Ιταλία και η γνωριμία με τον Μενεγκίνι

«Ενώ βρισκόταν στη Ν. Υόρκη η Κάλας υπέγραψε ένα συμβόλαο για μια εμφάνισί της στη Βερόνα της Ιταλίας (1947). Έκεί γνώρισε τον Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, έναν εκατομμυριούχο ιταλό επιχειρηματία κατά 20 χρόνια μεγαλύτερό της. Μέσα σε ένα χρόνο τον παντρεύτηκε (1949) κι από τότε ο Μενεγκίνι είναι ο μάνατζερ κι ο εμπορικός πράκτωρ της γυναίκας του, υπερήφανος γι΄αυτήν όσο και αφωσιομένος σύζυγος»

Η Κάλλας κατακτά τον κόσμο

Οι εμφανίσεις της Κάλλας, στην Ιταλία το 1947 προκαλούν αίσθηση. Έτσι την πιάνουν «τα ραντάρ» της μουσικολόγου και μουσικοκριτικού Σοφίας Κ. Σπανούδη και το όνομα της (ακόμα τότε χρησιμοποιεί το Καλογεροπούλου) συγκαταλέγεται στους ανερχόμενους νέους έλληνες καλλιτέχνες με παρουσία στο εξωτερικό.

««ΤΑ ΝΕΑ», 17.9.1977, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ»&«ΤΑ ΝΕΑ»

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 γίνεται πλεόν φανερό ότι η Μαρία Κάλλας κατακτά τον κόσμο. Στις 10 Νοεμβρίου 1952, ο φοιτητής τότε Χρήστος Λαμπράκης, γιος τους ιδρυτή των εφημερίδων«ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ» και μετέπειτα εκδότης και ο ίδιος, μεταφέρει στο ελληνικό κοινό τον ενθουσιασμό που προκάλεσε η ερμηνεία της στους Βρετανούς.

«ΤΑ ΝΕΑ», 10.11.1952, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ»&«ΤΑ ΝΕΑ»

Γράφει ο Χρήστος Λαμπράκης: «Εις το τέλος της παραστάσεως το πυκνόν ακροατήριον, περιλαμβάνον κορυφαίας μουσικάς προσωπικότητας της Αγγλίας, απεθέωσε κυριολεκτικώς την πρωταγωνίστριαν με πρωτοφανείς εκδηλώσεις ενθουσιασμού, επί ημίσειαν ώραν. Επευφυμίαι και δάκρυα συγκινήσεως επεσφράγισαν την θριαμβευτικήν επιτυχίαν της λαμπράς καλλιτέχνιδος, η οποία όταν η σκηνή έκλεισε ήτο ακόμα γονυπετής και ηυχαρίστει βαθύτατα συγκινημένη»

Το FBI

Δεν ήταν πάντως λίγες οι φορές που η Μαρία Κάλλας βρέθηκε να πρωταγωνιστεί και σε επεισοδιακά περιστατικά.

Τον Νοέμβριο του 1955, για παράδειγμα, αποχώρησε άρον άρον από το Σικάγο και τις Ηνωμένες Πολιτείες ύστερα από διένεξη που είχε με αμερικανό δικηγόρο και εν συνεχεία με άνδρες του FBI. 

«ΤΑ ΝΕΑ», 19.11.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ»&«ΤΑ ΝΕΑ»

To λάθος φόρεμα

To 1958, ένα άλλο περιστατικό κάνει το γύρω του κόσμου. Η Μαρία Κάλλας εκρήγνυται εξαιτίας λανθασμένης επιλογής φορέματος σε παράσταση που παρευρίσκεται η Βασίλισσα της Αγγλίας, Ελισάβετ.


Η αγάπη για το χειροκρότημα

Όπως αναφέρουν «ΤΑ ΝΕΑ» της 12ης Δεκεμβρίου 1955, «Η Κάλας άρχισε να  αναπτύσση κι ένα υπερβολικό ζήλο στο να εισπράττη μονοπωλιακώς τα χειροκροτήματα του κοινού. Όταν έπεφτε η αυλαία και το ακροατήριο ξεσπούσε στη φρενίτιδα των χειροκροτημάτων και των ‘μπιζ’ – η Κάλας εννοούσε να εμφανισθή μόνη της μπρος από την πεσμένη αυλαία και να υποκλιθή μπροστά στο κοινό. Σ’ ένα τέτοιο κρούσμα στη Ρώμη, ο βαθύφωνος Βόρις Χριστώφ, ένας σωστός γίγας, έπιασε κάποτε με όλη του τη δύναμη την Κάλας που ήταν έτοιμη για ένα σόλο…υποκλίσεως μπροστά στο κοινό, που εμαίνετο από τον ενθουσιασμό του και της είπε: ‘Και τώρα, Μαρία, ή θα εισπράξωμε τα χειροκροτήματα κι οι δυό, ή κανένας μας! Ή εσύ κι εγώ, ή ούτε εγώ, αλλ’ ούτε κι εσύ»

Το «Φεστιβάλ Τσάτσου» και το «σκάνδαλο Κάλλας»

Ιδιαίτερος θόρυβος πάντως γύρω από το όνομά της είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα, λόγω της αμοιβής που εισέπραξε από το Φεστιβάλ Αθηνών, το 1957, για τη συμμετοχή της στην παράσταση «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Το ποσό των 9.000 δολαρίων  θεωρήθηκε εξωφρενικό και εκτός από τη Μαρία Κάλλας στο στόχαστρο μπήκε και ο τότε υπουργός Προεδρίας, και μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντινος Τσάτσος.


Οι μήνες περνούν, η ημέρα της πρεμιέρας φτάνει και η ένταση είναι τέτοια που η Κάλλας αρνείται να ανέβει στην σκηνή.



Η παράσταση αναβλήθηκε και όταν τελικά δόθηκε, λίγες ημέρες μετά, η ερμηνεία της Κάλλας ήταν καθηλωτική. 

Η δεκαετία του ’60 φέρνει μεγάλες αλλαγές στη ζωή της Κάλλας. Το 1959 χωρίζει από τον Μενεγκίνι και συνδέεται με τον εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος όμως το 1968 παντρεύεται την Τζάκι Κένεντι, χήρα του αμερικανού προέδρου Τζον Κένεντι, γεγονός που συντρίβει ψυχολογικά την Κάλλας.

Το 1969, η υψίφωνος στρέφεται στον κινηματογράφο και υποδύεται τη Μήδεια στην ομώνυμη ταινία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι με τον οποίο συνδέεται και ερωτικά. Η ταινία πάντως δεν θα κερδίσει ιδιαιτέρως θετικά σχόλια.



Η τεράστια καριέρα της Κάλλας βρίσκεται ουσιαστικά στο τέλος της.  Η Μαρία Κάλλας, ψυχολογικά καταβεβλημένη, απομονώνεται στο σπίτι της στο Παρίσι, όπου πεθαίνει αιφνίδια στις 16 Σεπτεμβρίου 1977.

Τα επιτεύγματά της παραμένουν αξεπέραστα.

«Χάρις στη φωνή της η Μαρία Κάλας ανάστησε μελοδράματα που είχαν καταντήσει μουσειακό είδος, όχι γιατί είχαν χάσει την καλλιτεχνική αξία τους και δεν εύρισκον απήχησι στο κοινό, αλλά γιατί δεν υπήρχαν φωνές ικάνες να τα τραγουδήσουν! Η Σκάλα του Μιλάνου δεν φείδεται ούτε κόπων, ούτε χρημάτων, προκειμένου να δώση παραστάσεις, που θ’ αφήσουν εποχή. Αν όμως κατόρθωσε να φέρη πάλι στην επιφάνεια και να καταστήση δημοφιλείς όπερες σαν την Νόρμα, την Υπνοβάτιδα (Λα Σομναμπούλα), την Άλκηστι και τη Μήδεια, αυτό το χρωστά μόνο στη φωνή της Μαρίας Κάλλας»