Bότανα, απόλαυση, συντροφιά και υγεία - Ποιοι είναι οι σωστοί συνδυασμοί και οι κίνδυνοι

Τα ευεργετικά βότανα είναι τα βασικά συστατικά για υπέροχα ροφήματα που δίνουν στον οργανισμό ευεξία δυναμώνοντας παράλληλα την άμυνά του.

Μία από τις καλύτερες «συντροφιές» για τις ημέρες του φθινοπώρου, αποτελεί αδιαμφισβήτητα ένα φλιτζάνι ζεστό αφέψημα ή έγχυμα από βότανα. Ο Ιπποκράτης και αργότερα ο Θεόφραστος και ο Διοσκουρίδης εστίασαν και κατέγραψαν με σχολαστική επιμέλεια τη θεραπευτική δράση εκατοντάδων βοτάνων αιώνες πριν. Η γνώση αυτή μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά, εμπλουτισμένη κάθε φορά με καινούρια στοιχεία και παρατηρήσεις. Σήμερα δεκάδες τεκμηριωμένες μελέτες έρχονται να επιβεβαιώσουν τις ωφέλιμες ιδιότητες πολλών βοτάνων.

Πέρα όμως από τις ιδιαίτερες θεραπευτικές χρήσεις διαφόρων βοτάνων, η απλή πόση ενός αφεψήματος (βότανα βρασμένα σε νερό που σουρώνεται) ή ενός εγχύματος ( βράζουμε σκέτο το νερό, το ρίχνουμε πάνω στα βότανα που χρησιμοποιούμε και σουρώνουμε ύστερα από κάποια λεπτά) αποτελεί σίγουρα μια υγιεινή συνήθεια. Ας δούμε λοιπόν αναλυτικά κάποια από τα βότανα, από τα οποία παίρνουμε ευεργετικά ροφήματα.

Τσάι του βουνού

Ξεκινώντας από το τσάι του βουνού, θα πρέπει να τονίσουμε πως ουδεμία σχέση έχει με το κλασικό τσάι που γνωρίζουμε ως καθημερινή συνήθεια των Άγγλων. Το τσάι του βουνού, που ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών φυτών και το γένος Σιδηρίτις (sideritis sp.), εμπεριέχει τρεις φυτοχημικές ομάδες με έντονη βιοχημική δράση: φλαβονοειδή, διτερπένια και συγκεκριμένα πτητικά συστατικά. Οι ουσίες αυτές ευθύνονται τόσο για την αντιφλεγμονώδη δράση του σε οξεία φάση φλεγμονής, όσο και για τις αντιοξειδωτικές ιδιότητές του. Μελέτες υποδεικνύουν προληπτικά οφέλη που προκύπτουν από το τσάι του βουνού έναντι του ενδεχόμενου εμφάνισης καταρράκτη, θρόμβων και υπέρτασης.

Το τσάι του βουνού, το οποίο στη χώρα μας συλλέγεται σε Όλυμπο, Ταΰγετο, Παρνασσό, αλλά και στην Εύβοια και την Κρήτη, δεν εμφανίζει διεγερτική δράση σε αντίθεση με το κλασικό, και συνεπώς μπορεί να καταναλωθεί και βράδυ πριν τον ύπνο.

Φασκόμηλο

Το φασκόμηλο (ή λατινικά Salvia officinalis L) εμπεριέχει πλειάδα βιοενεργών συστατικών όπως καμφορά (14-37%), άλφα και βήτα καρυοφυλλένιο, ροσμαρινικό οξύ, χλωρογενικό οξύ, διτερπένια και φλαβονοειδή όπως η ισχυρά αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδης λουτεολίνη. Ασκεί ευεργετική δράση σε περιπτώσεις κρυολογήματος, λαρυγγίτιδας και φαρυγγίτιδας, ενώ λαϊκές αναφορές εικάζουν ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανακούφιση των δυσάρεστων εμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων.

Προσοχή! Δεν συνιστάται κατά την εγκυμοσύνη ή το θηλασμό.

Χαμομήλι

Το χαμομήλι (chamomilla recutita) αποτελεί βότανο του οποίου του έγχυμα χρησιμοποιείται πολύ συχνά για τις χαλαρωτικές και αντισηπτικές ιδιότητές του. Οι επιδράσεις του στο πεπτικό σύστημα είναι ιδιαιτέρως ευεργετικές και καταπραϋντικές, όπως και σε κάθε μόλυνση βλεννογόνου (πολύ συχνά άλλωστε χρησιμοποιείται και με τη μορφή κομπρέσας για μολύνσεις των ματιών). Η στοματίτιδα, φλεγμονή που παρουσιάζεται σε ασθενείς υπό χημειοθεραπεία, μπορεί επιτυχώς να αντιμετωπιστεί με την καθημερινή κατανάλωση χαμόμηλου.

Προσοχή! Αν και γενικώς ασφαλές, το χαμομήλι πρέπει να αποφεύγεται από άτομα με διαπιστωμένη αλλεργία σε φυτά της οικογένειας Asteraceae/Compositae.

Εχινάκεια

Στις πρώτες θέσεις ανάμεσα στα βότανα που εμπλέκονται στη θωράκιση του ανοσοποιητικού μας συστήματος φιγουράρει η εχινάκεια (echinacea). Το φυτό των αστέρων του Χόλιγουντ, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, μοιάζει με μαργαρίτα και εμπεριέχει μια άκρως δραστική ουσία, την εχινακίνη. Η εχινακίνη είναι ένα γλυκοσίδιο που καταπολεμά τα βακτήρια σαν φυσικό αντιβιοτικό (6mgr εχινακίνης αντιστοιχούν εργαστηριακά σε 1 μονάδα πενικιλίνης), γεγονός που εξηγεί την αποτελεσματικότητα του φυτού σε στρεπτοκοκκικές και σταφυλοκοκκικές λοιμώξεις. Σε κυτταρικό δε επίπεδο, η εχινακίνη ελαττώνει την παραγωγή της υαλουρονιδάσης, ενζύμου που ως γνωστό καταστρέφει το υαλουρονικό οξύ και οδηγεί σε λύση του συνδετικού ιστού. Μελέτη έχει αναδείξει και τη συνεργατική δράση της echinacea με σκεύασμα σκόρδου στη μείωση της διάρκειας και της έντασης της συμπτωματολογίας του κοινού κρυολογήματος.

Κλασικό τσάι

Το κλασικό τσάι το βρίσκουμε σε 3 βασικά είδη, ανάλογα με το βαθμό ζύμωσης που έχουν υποστεί τα φύλλα του φυτού camellia sinensis. Έτσι, στο πράσινο τσάι τα φύλλα δεν περνούν καμία διαδικασία ζύμωσης, διατηρώντας το πράσινο χρώμα τους, στο μαύρο τσάι έχουμε πλήρη ζύμωση των φύλλων -που αποκτούν έτσι μαύρο χρώμα-, ενώ στο λευκό τσάι τα πιο τέλεια φύλλα συλλέγονται πριν καν ανοίξουν εντελώς, διατηρώντας στην κορυφή τους ένα λευκό χρώμα στο οποίο οφείλει την ονομασία του. Προφανώς και το λευκό τσάι, όπως και το πράσινο, δεν έχει υποστεί καμία ζύμωση. Η ζύμωση του τσαγιού αναφέρεται στην ελεγχόμενη διαδικασία οξείδωσης που γίνεται με την έκθεση των φύλλων στον αέρα και σταματά με ξήρανση (το τσάι περνά μέσα από στεγνωτήρες καυτού αέρα).

Στο τσάι περιέχονται κατεχίνες, καφεΐνη, θεανίνη και βουτυρικό οξύ. Οι κατεχίνες αποτελούν ισχυρές αντιοξειδωτικές ουσίες και βρίσκονται περισσότερο στο πράσινο και στο λευκό τσάι. Από τις κατεχίνες που γνωρίζουμε έως σήμερα, η επιγαλλοκατεχίνη (EGCG) ασκεί την πιο έντονη αντιοξειδωτική δράση. Η EGCG είναι 25-100 φορές πιο ισχυρή απ’ ό,τι οι αντιοξειδωτικές βιταμίνες E και C.

Το κόκκινο τσάι, δεν έχει καμία σχέση με το φυτό camelia sinensis. Στη Ν. Αφρική, απ’ όπου και προέρχεται, το Rooibos (κόκκινο τσάι) χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια έναντι πολλών αλλεργικών συμπτωμάτων, ενώ έρευνες το ανέδειξαν ως εξαίσιο ενισχυτικό του ανοσοποιητικού. Το πλούσιο σε αντιοξειδωτικά Rooibos δεν περιέχει καφεΐνη αλλά ούτε και οξαλικό οξύ κι έτσι μπορεί να καταναλώνεται άφοβα απ’ όλες τις πληθυσμιακές ομάδες.

Δίκταμο

Ο δίκταμος ή έρωντας, φύεται μόνο στην Κρήτη και μας δίνει ένα πολύ τονωτικό ρόφημα. Το αιθέριο έλαιο του περιέχει καρβακρόλη (αντιμικροβιακή ουσία που υπάρχει στη ρίγανη και στο θυμάρι), η θυμόλη και η πουλεγκιόνη. Οι ουσίες αυτές έχουν ισχυρές αντισηπτικές και αντισπασμωδικές ιδιότητες. Ο δίκταμος χρησιμοποιείται παραδοσιακά ως επουλωτικό ρόφημα και τελευταία επιβεβαιώθηκε η δράση του κατά του έλκους στομάχου με πειράματα που έγιναν σε στελέχη ελικοβακτηριδίου του πυλωρού (Helicobacter pylori).