Η τραγική ιστορία του πιο όμορφου αγοριού στον κόσμο -Εγινε διάσημος στα 15 του, αλλά έζησε μια δύσκολη ζωή

Ο φημισμένος σκηνοθέτης Λουκίνο Βισκόντι γυρνούσε την Ευρώπη το 1970 για να βρει την «τέλεια ομορφιά», το πιο όμορφο πρόσωπο στον κόσμο, για να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην επερχόμενη -τότε- ταινία του «Θάνατος στη Βενετία».

Ο τυχερός υποψήφιος θα έπρεπε να έχει μια εκπληκτική εμφάνιση ώστε το κοινό να πιστέψει ότι θα ήταν αρκετή για να αποσπάσει την προσοχή του κεντρικού χαρακτήρα της ταινίας, του Ντικ Μπογκάρντ, ενός γηράσκοντος συνθέτη. Όμως ο Βισκόντι δεν έψαχνε γυναίκα, έψαχνε ένα έφηβο αγόρι. Τελικά, βρήκε αυτό που έψαχνε στο πρόσωπο του 15χρονου Σουηδού Μπιορν Αντρέσεν, που θα υποδυόταν ένα αγόρι από την Πολωνία με το όνομα Τάντζιο.


Έναν χρόνο αργότερα, στο Λονδίνο, για την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας μπροστά στη βασίλισσα Ελισάβετ, ο Βισκόντι αποκάλεσε τον Αντρέσεν ως «το πιο όμορφο αγόρι στον κόσμο», μια εκπληκτική αναγνώριση που χαιρέτισαν ορισμένοι κριτικοί του κινηματογράφου και συνέκριναν με τον Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου.


Μέσα σε ένα βράδυ έγινε σούπερ σταρ -το πιο διάσημο πρόσωπο στον κόσμο-, αν και η φήμη του αυτή μετατράπηκε σε «ζωντανό εφιάλτη» που τον σημάδεψε για την υπόλοιπη ζωή του. Το σχόλιο του Βισκόντι για το «πιο όμορφο αγόρι» μπορεί να ήταν κυρίως ένα κόλπο μάρκετινγκ, αλλά έγινε μια πέτρα στο λαιμό του Αντρέσεν για δεκαετίες.

Γιατί, όπως αποκαλύπτεται σε ένα νέο ντοκιμαντέρ, με τίτλο «Το Πιο Όμορφο Αγόρι στον Κόσμο», που κάνει μια βουτιά στην απεγνωσμένα τραγική ζωή του, ο Αντρέσεν θα ήταν πολύ πιο ευτυχισμένος εάν δεν είχε συναντήσει ποτέ τον Βισκόντι, τον οποίο περιγράφει ως «πολιτιστικό αρπακτικό» που εκμεταλλεύτηκε με κυνικό τρόπο τη νεανικότητα και την εμφάνισή του.


Η ταινία που τον έκανε διάσημο και άλλαξε, με τραγικό τρόπο, τη ζωή του
Το ντοκιμαντέρ φέρνει στην επιφάνεια ανησυχητικά ερωτήματα σχετικά με την ηθική μιας παραγωγής που ουσιαστικά πήρε ένα μικρό αγόρι μόλις 15 ετών και το μετέτρεψε σε σύμβολο του σεξ.


Ο Μπιόρν Αντρέσεν με τον Ντιρκ Μπογκάρντ στα γυρίσματα της ταινίας «Θάνατος στη Βενετία»/Φωτογραφία: Getty Images
Πολύ νέος, όπως λέει, για να τον παίρνει μαζί του ο Βισκόντι σε γκέι νυχτερινά κέντρα και για να γίνει λίγο αργότερα τρόπαιο για πλούσιους Παριζιάνους που του έκαναν δώρα και γεύματα, ώστε να μπορούν να παρελαύνουν μαζί του, να τους συνοδεύει σε εξόδους τους και εκείνοι να καμαρώνουν. Πέρα από όλα αυτά, ήταν ορφανός –ένα ντροπαλό αγόρι του οποίου η γιαγιά είχε θανατηφόρο εθισμό στη φήμη που την καθιστούσε το τελευταίο άτομο που θα έπρεπε να είχε εμπιστευτεί για να τον προστατεύσει.

Τώρα, έχοντας περάσει χρόνια δίνοντας μάχη με τον αλκοολισμό και την κατάθλιψη, ο Αντρέσεν παραμένει μια ταραγμένη ψυχή. Ζει μόνος του σε ένα άθλιο διαμέρισμα μαλώνοντας με τον ιδιοκτήτη του για τη σόμπα αερίου.


Το «Θάνατος στη Βενετία» δεν είναι μια ταινία που θα δημιουργούσε το Χόλιγουντ τώρα. Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει πλάνα βίντεο του Βισκόντι μπροστά σε ουρές αγοριών, κατά τη διάρκεια μιας πανευρωπαϊκής αναζήτησης που κράτησε χρόνια για το κατάλληλο πρόσωπο για το ρόλο του Τάντζιο. «Πόσων χρόνων είναι; Μεγαλύτερος, ε;» ρωτάει ο Βισκόντι έναν Σουηδό διευθυντή καστ καθώς ο Αντρέσεν ποζάρει γεμάτος αυτοπεποίθηση σε ένα κάστινγκ στη Στοκχόλμη μια κρύα μέρα του Φεβρουαρίου του 1970. «Ναι, λίγο. Είναι 15», απαντά ο σκηνοθέτης. «Δεκαπέντε; Πολύ όμορφος», παρατηρεί ο Βισκόντι. «Μπορείς να του ζητήσεις να γδυθεί;».


Ο Αντρέσεν προφανώς εκπλήσσεται, αλλά τελικά μένει με τα εσώρουχά του, με έναν φωτογράφο να τραβά και έναν ευχαριστημένο Βισκόντι να καθιστά σαφές ότι βρήκε ακριβώς αυτό που έψαχνε. Ήταν μια καθοριστική στιγμή στη ζωή του Αντρέσεν και σίγουρα δεν ήταν καλή, όπως λέει πλέον ο ίδιος και η οικογένειά του. «Ένιωσα σαν να υπήρχαν σμήνη νυχτερίδων γύρω μου. Ήταν ένας ζωντανός εφιάλτης», λέει ο Αντρέσεν για τη φήμη και την προσοχή, για τα οποία δεν ήταν προετοιμασμένος. «Ήμουν ένα σεξουαλικό αντικείμενο».


Τώρα, σε ηλικία 66 ετών, εξακολουθεί να είναι γοητευτικός -αν και σήμερα μοιάζει περισσότερο με έναν αδύνατο μάγο με μια γενειάδα ποτισμένη στη νικοτίνη και άσπρα μαλλιά που φτάνουν στα μισά της πλάτης του. Ωστόσο, όπως αποκαλύπτει το ντοκιμαντέρ, η ζωή του Αντρέσεν έχει σημαδευτεί από τραγωδίες από τη στιγμή που μπήκε στο διάβα του Βισκόντι.


Η μποέμ μητέρα του, Μπαρμπρό, δεν του αποκάλυψε ποτέ την ταυτότητα του πατέρα του (δεν ξέρει ακόμη ποιος είναι) και δεν κράτησε ποτέ κρυφό το γεγονός ότι ήθελε περισσότερα στη ζωή της από το να είναι μητέρα του Μπιορν και της αδερφής του. Όπως λέει ο Αντρέσεν, θυμάται να στέκεται πίσω της όταν ήταν μικρό παιδί καθώς κοιτούσε σιωπηλή από ένα παράθυρο και σκεφτόταν: «Όταν θα μεγαλώσω, θα σώσω τη μαμά». Δεν είχε ποτέ αυτή την ευκαιρία –όταν έγινε 10 ετών, εκείνη εξαφανίστηκε και η αστυνομία τη βρήκε 6 μήνες μετά μέσα στο δάσος, αφότου προφανώς είχε αυτοκτονήσει.

Τα παιδιά πήγαν να ζήσουν με τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους στη Στοκχόλμη και η οικογένεια δεν ανέφερε ποτέ τη μητέρα τους ξανά.



Ο νεαρός Μπιορν δεν ήθελε ποτέ να ασχοληθεί με την υποκριτική. Αντιθέτως, ήθελε να γίνει πιανίστας. Η γιαγιά του, που ήθελε τουλάχιστον ένα από τα παιδιά να γίνει διάσημο, είχε άλλες ιδέες. Ο Μπιορν είχε ήδη εμφανιστεί σε μία ταινία, ένα σουηδικό δράμα του 1970, όταν πήρε μέρος στην οντισιόν για το «Θάνατος στη Βενετία». Τελικά, πήρε 4.000 δολάρια για τον ρόλο του στην ταινία.

Παρά τις συχνές παρατεταμένες ματιές που αντάλλασσαν οι Αντρέσεν και Μπογκάρντ στην ταινία, ο Βισκόντι δημόσια επέκρινε οποιαδήποτε ιδέα πως υπήρχε κάτι σεξουαλικό μεταξύ τους. «Είναι μια ιστορία αγάπης, μιας αγνής αγάπης. Δεν είναι ούτε σεξουαλική, ούτε ερωτική», είχε δηλώσει.

Η σχέση του Αντρέσεν με τον Μπογκάρντ δεν αναφέρεται στο ντοκιμαντέρ, αν και ο πρώτος το παραδέχτηκε στην Daily Mail το 2003, λέγοντας πως ο ηθοποιός ήταν «πάντα πολύ ευγενικός και πολύ Βρετανός».

Έγινε σύμβολο του σεξ - Τα πανάκριβα δώρα πλούσιων Παριζιάνων
Δύο μήνες αργότερα, η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών. Μετά το δείπνο, ο Βισκόντι και οι φίλοι του πήραν τον Αντρέσεν σε ένα γκέι νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, όπου ένιωθε πως οι σερβιτόροι και οι καλεσμένοι τον «έτρωγαν» με τα μάτια τους.

Προς μεγάλη του απογοήτευση, έγινε σύμβολο του σεξ και -για μερικούς- σύμβολο των ομοφυλόφιλων. Έλαβε δεκάδες γράμματα από έφηβους αλλά και μεγαλύτερους θαυμαστές του. Αργότερα επισκέφθηκε την Ιαπωνία, όπου οπαδοί του έσπευδαν να τον αγκαλιάσουν, σαν να ήταν μέλος των Beatles, και στην πραγματικότητα ηχογράφησε μερικά τραγούδια.


Πίσω στην Ευρώπη, συνέχισε την καριέρα του στην υποκριτική, αλλά πάλεψε να βγάλει από πάνω του το προσωνύμιο του «πιο όμορφου αγοριού στον κόσμο». Το 1976, πήγε στο Παρίσι για μία ταινία. Τελικά έμεινε έναν χρόνο εκεί, παρά το γεγονός ότι ήταν άφραγκος. Μια σειρά από πλούσιους άνδρες πλήρωναν τα πάντα, τον βομβάρδιζαν με ακριβά γεύματα και δώρα, παρέχοντάς του ένα διαμέρισμα και δίνοντάς του κάθε εβδομάδα 500 φράγκα.

«Πρέπει να ήμουν απίστευτα αφελής γιατί έλεγα στον εαυτό μου: "Ουάου! Όλοι είναι τόσο καλοί"», λέει τώρα. «Δεν νομίζω ότι το έκαναν από καλοσύνη. Ένιωθα σαν να ήμουν ένα περιπλανώμενο τρόπαιο».

Το ντοκιμαντέρ δεν κάνει καμία αναφορά στο εάν υπέκυψε ποτέ στα αιτήματα κάποιου άνδρα. Όπως είχε δηλώσει στην Daily Mail πριν από 18 χρόνια, ένιωσε μια φευγαλέα σύγχυση για τη σεξουαλικότητά του στα 20 του και είχε μια ομοφυλοφιλική εμπειρία. «Το έκανα λίγο-πολύ για να είμαι σε θέση να πω ότι το δοκίμασα, αλλά δεν ήταν τελικά για μένα», είχε δηλώσει τότε.

Ο γάμος του και ο τραγικός χαμός του γιου του
Τώρα, επιμένει ότι πάντα προτιμούσε τις γυναίκες, αν και ακόμη κι εκεί είχε προβλήματα. Συγκεκριμένα, όταν μεγαλώνοντας απλά κουνούσε το δάχτυλό του και είχε όποια κοπέλα ήθελε, δεν είχε μάθει, όπως παραδέχεται, να φλερτάρει.



Παντρεύτηκε μια ποιήτρια με το όνομα Σουζάνα Ρόμαν, αφότου απέκτησαν μία κόρη, τη Ρόμπιν, το 1984. Ωστόσο, η τραγωδία χτύπησε ξανά την πόρτα του, τρία χρόνια αργότερα, όταν πέθανε ο μόλις 9 μηνών γιος τους Έλβιν. Ο Αντρέσεν ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι δίπλα του, μετά από μια βραδιά με πολύ ποτό, ενώ η γυναίκα του είχε πάει την κόρη τους στον παιδικό σταθμό. Αν και το μωρό πέθανε από το σύνδρομο του αιφνίδιου θανάτου, εκείνος κατηγορεί τον εαυτό του για την τραγωδία, λέγοντας ότι ήταν ανεπακρής πατέρας.

«Η διάγνωσή τους ήταν πως επρόκειτο για το σύνδρομο του αιφνίδιου θανάτου, αλλά η διάγνωσή μου είναι η έλλειψη αγάπης», λέει. Η οικογένεια κατέρρευσε. «Έπεσα στην κατάθλιψη, στο αλκοόλ, την αυτοκαταστροφή, με όλους τους τρόπους που μπορεί να φανταστεί κανείς».

Η υποκριτική καριέρα του Αντρέσεν ήταν τόσο ανεπιτυχής, που ανά διαστήματα στρεφόταν στη διδασκαλία μουσικής. Εξαφανίστηκε από το δημόσιο προσκήνιο τελείως, με κάποιους να πιστεύουν ότι είχε πεθάνει μέχρι να εμφανιστεί ξανά το 2003, όταν μία φωτογραφία του χρησιμοποιήθηκε στο εξώφυλλο του βιβλίου της Ζερμέν Γκριρ «The Beautiful Boy», μιας ωδής στην ομορφιά των νεαρών αγοριών.




Ο Αντρέσεν διαμαρτυρήθηκε τότε έντονα πως δεν του ζητήθηκε ποτέ η άδειά του και είπε, έχοντας εκτεθεί σε αυτό, πως η λαγνεία των ενηλίκων -από άνδρες και γυναίκες- για τους εφήβους δεν είναι κάτι που πρέπει να γιορτάζεται.

Εξακολουθεί να υποφέρει από κατάθλιψη και, κρίνοντας από το ντοκιμαντέρ, κλαίει συχνά. Αν υπήρχε ζωντανή απόδειξη πως η ομορφιά μπορεί να είναι κατάρα, αυτή είναι ο Αντρέσεν, το αγόρι του οποίου η παιδική ηλικία εκλάπη από έναν σκηνοθέτη που ήξερε πώς να χειραγωγεί.
Πηγή: iefimerida.gr