Η τελευταία κούρσα. Συγκλονιστική ανάρτηση άγνωστου οδηγού Ταξί.


Το διαβάσαμε στο Facebook, γράφτηκε από άγνωστο, αλλά είναι συγκλονιστικό!

" Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΟΥΡΣΑ
Πριν το ξημέρωμα, ζήτησαν ταξί από μια απόμερη περιοχή της πόλης. Πήγα στο σημείο και περίμενα έξω σε ένα μικρό, χαμηλό αλλά προσεγμένο σπιτάκι.
Όση ώρα περίμενα σκεφτόμουν ότι ο πελάτης μάλλον θα ήταν είτε κάποιος μεθυσμένος που ήθελε να γυρίσει σπίτι του, είτε κάποια που τσακώθηκε με το δικό της, είτε κάποιος που εργάζεται πρωινή βάρδια και άργησε. Περιπτώσεις που συναντούσα συχνά.
Γύρισα και κοίταξα ξανά προς το σπίτι. Ήταν σκοτεινό, εκτός από ένα φως σε ένα παράθυρο. Οι περισσότεροι ταξιτζήδες θα κόρναραν μια, δυο φορές και αν ο πελάτης αργούσε κι΄ άλλο, θα έφευγαν. Βγήκα από το αυτοκίνητο, περπάτησα μέχρι την πόρτα και χτύπησα το κουδούνι.
-Μισό λεπτό, απάντησε μια αδύναμη φωνή. Έμοιαζε με φωνή πολύ ηλικιωμένης γυναίκας. Στεκόμουν έξω από την πόρτα και μπορούσα να ακούσω κάτι βαρύ να σέρνεται στο πάτωμα.
Μετά από λίγο, η πόρτα άνοιξε. Μια κοντή, αδύνατη ηλικιωμένη γυναίκα στάθηκε μπροστά μου. Έμοιαζε να είναι 85 με 90 χρονών. Φορούσε ένα φόρεμα με λουλούδια, ένα είδος ρούχων που σήμερα το βλέπουμε μόνο σε ασπρόμαυρες ταινίες. Δίπλα της, είχε ακουμπισμένη στο πάτωμα μια μικρή βαλίτσα. Φαινόταν λυπημένη αλλά ήταν ήρεμη.
Έριξα μια ματιά από την πόρτα στο εσωτερικό του σπιτιού. Όλα τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με σεντόνια.
-Μπορείτε να μεταφέρετε την βαλίτσα μου στο αυτοκίνητο, σας παρακαλώ; -Θα ήθελα να μείνω για λίγο μόνη. Μετά, αν θέλετε, ελάτε να με βοηθήσετε να περπατήσω μέχρι το αυτοκίνητο. -Δεν νιώθω πολύ δυνατή, μου είπε.
Πήρα τη βαλίτσα, την έβαλα στο πορτ μπαγκάζ και επέστρεψα να την βοηθήσω. Κράτησε το χέρι μου, και περπατήσαμε αργά μέχρι το αυτοκίνητο.
Με ευχαρίστησε.
-Δεν έκανα τίποτα, της είπα. -Απλώς προσπαθώ να συμπεριφέρομαι στους επιβάτες μου με τον τρόπο που θα συμπεριφερόμουν και στη μητέρα μου.
Μου έδωσε μια διεύθυνση και με ρώτησε αν θα μπορούσαμε να περάσουμε από το κέντρο της πόλης.
-Μα δεν είναι ο πιο σύντομος δρόμος, της απάντησα.
-Δεν πειράζει, μου είπε, δεν βιάζομαι. -Έτσι κι’ αλλιώς στο γηροκομείο πηγαίνουμε.
Την κοίταξα από τον καθρέφτη. Έμοιαζε έτοιμη να κλάψει.
-Δεν έχω οικογένεια, συνέχισε. -Ο γιατρός μου είπε να πάω εκεί. -Λέει ότι δεν έχω πολύ καιρό ακόμη και θα είναι καλύτερα. Ξεκινήσαμε και έκλεισα τον μετρητή.
-Από ποια διαδρομή θέλετε να πάμε, ρώτησα. Για δύο ώρες μου έλεγε τις αναμνήσεις της από τα μέρη που περνούσαμε. Μου έδειξε το ξενοδοχείο που κάποτε εργαζόταν στη ρεσεψιόν, τη γειτονιά και το σπίτι που ζούσαν με τον άνδρα της. Μου ζήτησε να την πάω σε μια αποθήκη επίπλων που παλιά ήταν αίθουσα χορού, εκεί που με τις αδελφές της έμαθε να χορεύει. Μου είπε να σταματήσουμε σ΄ ένα κτίριο χωρίς να λέει τίποτα. Απλά κοίταζε μέσα στο σκοτάδι, με θλιμμένο βλέμμα.
Όταν είδε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου μου είπε
-Κουράστηκα, είναι ώρα να πάμε στο γηροκομείο τώρα.
Φθάσαμε σ’ ένα χαμηλό κτίριο, σαν μικρό, καταθλιπτικό αναρρωτήριο. Δύο νοσηλευτές βγήκαν από την είσοδο, άνοιξαν την πόρτα και την βοήθησαν να βγει και να καθίσει σε ένα αναπηρικό καροτσάκι . Βγήκα έξω, έβγαλα την βαλίτσα της και την πλησίασα.
-Τι σας χρωστάω, με ρώτησε.
-Την ευχή σας, της είπα.
-Μα πρέπει να σας πληρώσω, απ΄ αυτό ζείτε, μου απάντησε.
-Υπάρχουν και άλλοι επιβάτες, της χαμογέλασα και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο.
Έσκυψα και την αγκάλιασα. Την κράτησα σφιχτά πάνω μου, χωρίς λέξη. Έσφιξα το χέρι της, τη χαιρέτησα κι΄ απομακρύνθηκα.
Πίσω μου άκουσα την πόρτα του γηροκομείου που έκλεισε δυνατά. Ήταν ο ήχος του κλεισίματος μιας ζωής.
Μια απλή καθημερινή πράξη στήριξης, λίγες στιγμές ενσυναίσθησης στους μοναχικούς ανθρώπους που με βαθιά λύπη και σιωπηλή οδύνη ζουν στις αναμνήσεις τους. Κι΄ όταν ο ορίζοντάς τους σκοτεινιάζει, μ΄αυτές δίνουν νόημα όχι μόνο στις δικές τους ζωές αλλά και στις δικές μας. Σήμερα που η επικοινωνία εμποδίζεται, ο αποχαιρετισμός αναστέλλεται.
Αυτές οι μικρές ανέξοδες πράξεις είναι πάνω από όλες τις ανούσιες εθιμοτυπικές ευχές που ανταλάξαμε.
Την καλημέρα μου στα ιδανικά μας. "