Πανδημία: Πόσο δρόμο έχουμε ακόμη; Του Γιώργου Παπακωνσταντή

  • Κυριακή, 18 Απρίλιος 2021 13:33
  • Editorial

 
Κλείσαμε ήδη πάνω από ένα χρόνο που ζούμε με την πανδημία.  Έχουμε φτάσει πια να περνούμε το τρίτο κύμα και δυστυχώς από ότι φαίνεται είναι το χειρότερο. Ταυτόχρονα, είμαστε περιορισμένοι στις δραστηριότητές μας πάνω από ένα χρόνο, ενώ κάποιοι περιορισμοί, όπως π.χ. η απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 9 το βράδυ μέχρι τις 5 το πρωί, κρατούν σχεδόν επτά μήνες. Βασικές οικονομικές κι κοινωνικές δραστηριότητες έχουν ανασταλεί. Και όμως. Καθημερινά μετράμε χιλιάδες κρούσματα και δεκάδες νεκρούς, ενώ στις ΜΕΘ, γίνεται  μάχη. Δεν ξέρω αν βρισκόμαστε σε πόλεμο αν θα είχαμε περισσότερους νεκρούς. Όμως πόλεμος είναι και αυτός και από την αρχή απαιτούσε πολεμική ετοιμότητα από ολους και μια αποτελεσματική διαχείριση κρίσης από την πολιτεία.
Όσο καλά τα καταφέραμε στην πρώτη περίοδο της πανδημίας, όταν σοκαρισμένοι βλέπαμε τις εικόνες στο Μπέργκαμο, τόσο θάλασσα τα κάναμε στο δεύτερο κύμα με αποτέλεσμα να φτάσουμε αμήχανοι και αντιφατικοί, στο τρίτο κύμα. Μπορεί σε σχέση με τους θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού να είμαστε σε καλή θέση σε σχέση με άλλες χώρες , όμως αποτιμώντας την κατάσταση ένα χρόνο μετά, μπορούμε να διακρίνουμε βασικά λάθη που έγιναν στη διαχείριση της κρίσης. Λάθη έγιναν σε όλες τις χώρες, οι περισσότερες εκ των οποίων άσκησαν πολιτική του «βλέποντας και κάνοντας». Όμως ας δούμε τα δικά μας:
Το περασμένο καλοκαίρι, πρώτα η κυβέρνηση αλλά και οι περισσότεροι από εμάς, θεωρήσαμε ότι ξεπεράστηκε σε γενικές γραμμές το πρόβλημα. Αν και οι ειδικοί το επεσήμαιναν, δεν προετοιμαστήκαμε για το δέυτερο κύμα.
Η διαχείριση της κρίσης από την  Κυβέρνηση, από το Σεπτέμβιο και μετά, δεν ήταν όσο έπρεπε αποτελεσματική. Και εξηγούμαι. Η επιτροπή λοιμοξιωλόγων, λειτούργησε χαλαρά, με απόλυτη ελευθερία στα μέλη της να ενημερώνουν κατά το δοκούν από τα κανάλια.  Έπρεπε να υπάρχει περιορισμός και η ενημέρωση να γίνεται μόνο από έναν εκπρόσωπο τύπου της επιτροπής σε καθημερινή βάση. Το παράδειγμα της ενημέρωσης καθημερινά από τον Σωτήρη Τσιόδρα, δεν ακολουθήθηκε στο δεύτερο κύμα. Επιπλέον συγκεκριμένες επιστημονικές ειδικότητες, όπως π.χ.κοινωνικοί ψυχολόγοι, κ.α. δεν φαίνεται να συμμετείχαν στην επιτροπή, της οποίας επίσης τα μέλη ήταν μάλλον πολλά.   Οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στους πολίτες πολλές φορές φάνηκαν παράλογοι και ο τρόπος  που ο κύριος Χαρδαλιάς τους εξέφραζε, δεν ήταν και ο καλύτερος.  Συχνά  δεν συσχετίζονταν με τον περιορισμό της πανδημίας αλλά κυρίως με την διευκόλυνση του ελέγχου.  Φάνηκε ότι οι αποφάσεις ήταν ένα μίγμα διαπραγμάτευσης μεταξύ επιθυμιών της κυβέρνησης και προτάσεων της επιτροπής, ενώ η διαδικασία έπρεπε πάντα να είναι ξεκάθαρη, π.χ. Η άποψη της επιτροπής είναι «αυτή» (ομόφωνη, ή κατά πλειοψηφία) αλλά η Κυβέρνηση για «αυτούς» τους λόγους, αποφασίζει «αυτό»,  Η μέθοδος ακορντεόν, δεν ήταν καλά κουρδισμένη...
Η διαδικασία ελέγχου εφαρμογής των μέτρων, βασίστηκε στην απειλή τιμωρίας και όχι στην επικοινωνία και στο φιλότιμο και στην ξεκάθαρη θέση. Όμως η απειλή τιμωρίας λειτουργεί όταν μπορεί να εφαρμοστεί. Τους τελευταίους μήνες η γενικευμένη αψήφιση των μέτρων έχει οδηγήσει στην ουσιαστική αδυναμία ελέγχων, οι οποίοι μόνο τυχαίοι είναι ή κατόπιν καταγγελιών, με θύματα τους λίγους «άτυχους»
Άλλοι σημαντικοί παράγοντες, όπως η αντιπολίτευση και η Εκλησία, δεν βοήθησαν στην αντιμετώπιση της κρίσης. Μάλλον συνέβαλαν στη σύγχυση και στο γενικότερο αλαλούμ. Η αξιωματική αντιπολίτευση, θεώρησε συχνά το δικαίωμα στη διαδήλωση, ισχυρότερο από τον κίνδυνο της πανδημίας, αν και δεν διαμαρτυρήθηκε για την άρση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που είχε επιβληθεί.   Είναι παραλογισμός, να αποδέχεσαι την απαγόρευση κυκλοφορίας 9 το βράδυ με 5 το πρωί, αλλά να καλείς σε συμμετοχή σε διαδηλώσεις -και να λες ότι αναλαμβάνεις το ρίσκο-στις 12 το μεσημέρι. Όπως επίσης παραλογισμός, να επιβάλλεται να φοράς μάσκα και να μη συνωστίζεσαι, αλλά να συνεχίζεις με τον ίδιο τρόπο τη θεία κοινωνία. Λες και αν είχε ο καθένας το ατομικό του κουταλάκι θα άλλαζε η ιερότητα του μυστηρίου...Και άλλα πολλά, θα μπορούσαμε να πούμε, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση να πάει κάποιος με αυτοκίνητο να αθληθεί,  ή μακρύτερα από 2 χιλιόμετρα, οδηγώντας τους κατοίκους των πόλεων να συνωστίζονται στα λίγα πάρκα και στις πλατείες...
Οι συνέπειες όλων αυτών, ήταν πρώτα από όλα στη συμπεριφορά των πολιτών. Ο αρχικός φόβος και η υπευθυνότητα, αντικαταστάθηκαν από τη συνήθεια, την κούραση, την αμφισβήτηση  και το άγχος που δημιουργήθηκαν από τη δυσπραγία, τη μείωση των κοινωνικών επαφών, τη στέρηση ελευθεριών και βέβαια την οικονομική ανασφάλεια. Όλα αυτά, οδηγούν στη μεγέθυνση της επιθυμίας να επανέλθουμε στην κανονικότητα, έναντι της λογικής. Ήδη παρά τα κρούσματα και τους θανάτους,  η λογική της προφύλαξης υστερεί έναντι της επιθυμίας της κανονικής ζωής, οπότε φτάσαμε στο κομβικό σημείο, να έχουμε τη χειρότερη κατάσταση από τότε που ξέσπασε η πανδημία, αλλά ταυτόχρονα τη μικρότερη επιθυμία για τήρηση μέτρων σε συνδυασμό με την ουσιαστική αδυναμία ελέγχου.  Σ αυτό το μπέρδεμα δεν υπάρχει πια άλλη λύση, παρά ο γρήγορος εμβολιασμός, και ο καλοκαιριάτικος καιρός. Όμως  φαίνεται να χωλαίνουμε  και στα δύο. Στον εμβολιασμό ενώ ξεκινήσαμε άριστα έχουμε καθυστερήσει και είμαστε πίσω σε σχέση με το Μ.Ο της Ε.Ε., όσο για τον καιρό, ακόμη δεν μας αφήνει πλήρως ελέυθερους σε εξωτερικές δραστηριότητες.   Δυστυχώς έχουμε δρόμο ακόμη.