Κάθριν Χέπμπορν: Η ανατρεπτική σταρ που κέρδισε 4 Οσκαρ και δεν πήγε να παραλάβει κανένα

Η ηθοποιός με τα περισσότερα Όσκαρ, η οποία δεν πήγε να παραλάβει ποτέ κανένα.

Κατέχει μέχρι σήμερα το ρεκόρ των περισσοτέρων Όσκαρ -τέσσερα στο σύνολο, αν και ποτέ δεν πήγε να παραλάβει κανένα, χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί γιατί, ενώ έλεγε πως τα είχε κάπου παρατημένα σε ένα ντουλάπι της κουζίνας της- ανέτρεψε όλους τους κανόνες των Χολιγουντιανών στούντιο.

Επέβαλε τη δική της θηλυκότητα και σε μια εποχή που η ισότητα των δυο φύλων φάνταζε ουτοπία. Διεκδίκησε με σθένος το δικαίωμά της να είναι γυναίκα κι όχι αιθεροβάμων αγαπημένη ή αντικείμενο ηδονής. Δικαίως λοιπόν η Κάθριν Χέπμπορν θεωρείται όχι μόνο μια από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς που πέρασαν από τη μεγάλη οθόνη, αλλά και από τις πλέον επιδραστικές προσωπικότητες του προηγούμενου αιώνα.

Μεγάλωσε σε μια εύπορη οικογένεια με προοδευτικές ιδέες –ο πατέρας της ήταν διάσημος γιατρός και η μητέρα της υπήρξε σουφραζέτα- στο Χάρτφορντ της Πολιτείας Κονέκτικατ στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ- γι’ αυτό και την αποκαλούσαν η «Αριστοκράτισσα της Ανατολικής Ακτής». Από μικρή ήταν αγοροκόριτσο. Οι δικοί της μάλιστα την φώναζαν Τζίμι, και εκείνη πάντα φορούσε παντελόνια, που αργότερα τα έκανε μόδα, παρόλο που τότε οι γυναίκες , οι οποίες τολμούσαν να εμφανιστούν με το συγκεκριμένο ρούχο έμπαιναν μέχρι και φυλακή! Εκείνη όμως δεν σήκωνε υποδείξεις και όταν μια φορά κάποιος της έκλεψε από το καμαρίνι το παντελόνι της, μήπως και την αναγκάσει να φορέσει φούστα, εκείνη εμφανίστηκε στο σετ με τα εσώρουχα! Άλλωστε η Κάθριν είχε συνηθίσει να λέει πάντα αυτό που θέλει άφοβα και να λειτουργεί ελεύθερα.

Λάτρης των σπορ, πίστευε πως ο συνδυασμός της σωματικής και πνευματικής υγείας είναι απαραίτητος. Στα 14 της βίωσε την πρώτη τραγωδία της ζωής της, όταν ο αδερφός της ο Τομ βρέθηκε νεκρός. Για χρόνια δεν μπορούσε να ξεπεράσει το σοκ, γι' αυτό και χρησιμοποιούσε την ημερομηνία γέννησής του ως δική της (ο αδελφός της είχε γεννηθεί στις 8 Νοεμβρίου, εκείνη στις 12 Μαΐου του 1907).

Αργότερα η αυτοκτονία του θείου της συντάραξε για ακόμα μία φορά την νεαρή Κάθριν , που λόγω εσωστρέφειας δεν πήγαινε σχολείο, αλλά παρακολουθούσε κατ’ οίκον μαθήματα. Καθώς ήταν φοβισμένη και ντροπαλή κανείς δεν πίστευε ότι θα γινόταν ηθοποιός. Όμως όταν γράφτηκε στο κολέγιο θηλέων Bryn Mawr στην Πενσιλβάνια, άρχισε να παίρνει μέρος σε πολλές παραστάσεις . Εκεί φαίνεται πως της κόλλησε το «μικρόβιο».

Αποφοίτησε με πτυχίο στην Ιστορία και στη Φιλοσοφία το 1928 και την ίδια χρονιά έκανε το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ με ένα μικρό ρόλο στο έργο «Νυχτερινή Οικοδέσποινα». Λίγο αργότερα ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησίας, για μία και μοναδική φορά. Σύζυγός της ήταν ο βαθύπλουτος Λάντλοου Όγκντεν Σμιθ. Η Χέπμπορν μετά από τον γάμο απαίτησε να αλλάξει το όνομά του σε Σ. Όγκντεν Λάντλοου, διότι αρνούνταν να έχει ένα τόσο κοινότοπο επώνυμο, όπως ήταν το Σμιθ. Εκείνος της έκανε όλα τα χατίρια, όμως η ατίθαση Κάθριν γρήγορα βαρέθηκε τον έγγαμο βίο και έτσι οδηγήθηκαν στον χωρισμό. Όμως χάρη στη δική του στήριξη κατάφερε να φύγει για τη Νέα Υόρκη και να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα: να γίνει ηθοποιός.

Από μικρή άκουγε πως «για να περνάς καλά θα έπρεπε να είσαι άντρας», εκείνη όμως είχε αποφασίσει πως θα κάνει αυτό που ήθελε κι ας ήταν γυναίκα. Ήδη από την πρώτη της ταινία, το «Bill of Divorcement» αν και τότε ήταν ήταν μία «άγνωστη» ηθοποιός, μόλις 25 χρόνων όταν πληροφορήθηκε ότι η αμοιβή της θα ήταν πολύ μικρότερη από αυτή του συμπρωταγωνιστή της, Τζον Μπάριμο, απαίτησε αμέσως αύξηση και δεν το έβαλε κάτω μέχρι που πέτυχε αυτό που δεκαετίες παλεύουν πολλές συνάδελφοί της στο Χόλιγουντ.


Δεν ήταν η τυπική καλλονή της εποχής, όμως η λεπτή φιγούρα της, η εκλεπτυσμένη αύρα της και το θεληματικό της πρόσωπο την έκαναν να ξεχωρίσει αμέσως. Κόντρα στα στερεότυπα, αρνήθηκε να αλλάξει την μπάσα χαρακτηριστική φωνή της, βαφόταν ελάχιστα, κι έπαιζε πάντα γυναίκες δυναμικές και εργαζόμενες, που απαιτούσαν να είναι ισότιμες στις σχέσεις με τον σύντροφό τους. Κι αν αυτό σήμερα ακούγεται δεδομένο, στην εποχή της ήταν άκρως προοδευτικό.

Από τη μία λοιπόν εμφανίζεται σε ταινίες που κάνουν μεγάλη εμπορική επιτυχία , από την άλλη παίζει ρόλους αντισυμβατικούς που δεν έχουν καμία τύχη στο box office. Εκείνη όμως επιμένει. Για ένα διάστημα η καριέρα της κινδυνεύει, και το στούντιο της RKO, ένας κολοσσός της εποχής, παραλίγο να διακόψει τη συνεργασία μαζί της, μιας και οι αιθουσάρχες την αποκαλούσαν «δηλητήριο των ταμείων». Εκείνη κάνει μια μεγάλη επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ στην παράσταση «The Philadelphia Story», σε έναν ρόλο που είχε γραφτεί στα μέτρα της , κι έτσι επιστρέφει δριμύτερη στο Χόλιγουντ για μια κινηματογραφική μεταφορά του έργου, που την οδήγησε στα Όσκαρ.

Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1940, όταν μετά από τη σύντομη αλλά θυελλώδη σχέση της με τον δισεκατομμυριούχο Χάουαρντ Χιουζ , η Μοίρα τής έφερε στον δρόμο της τον Σπένσερ Τρέισι.

Συναντήθηκαν στη μεγάλη οθόνη για πρώτη φορά στη «Γυναίκα της χρονιάς» , που έκανε τεράστια επιτυχία. Η εκρηκτική τους σχέση αποτελούσε σχεδόν πάντα θέμα των ταμπλόιντ της εποχής. Οι δυο τους δεν παντρεύτηκαν ποτέ, γιατί ο Τρείσι ήταν παντρεμένος και ως γνήσιος καθολικός δεν ήθελε να πάρει διαζύγιο, όμως εκείνη έμεινε στο πλευρά του έως τον θάνατό του το 1967. Η Αμερική τους λάτρευε. Ήταν το Χρυσό ζευγάρι του Οld Hollywood, κυρίως επειδή ήταν τόσο διαφορετικοί. Η καλύτερη στιγμή τους ήταν το 1948 στο «State of the Union» , μια πολιτική σάτιρα του Φρανκ Κάπρα, που παραμένει επίκαιρη μέχρι σήμερα.

Τα χρόνια που συνεργάζεται με τον Τρέισι, οι άλλες της ταινίες δεν έχουν απήχηση, με εξαίρεση τη «Βασίλισσα της Αφρικής» (1951), που έχει μείνει στην Ιστορία για τους ασταμάτητους καβγάδες της Χέπμπορν με τα «κακά» παιδιά της παραγωγής, τον σκηνοθέτη Τζον Χιούστον και βέβαια τον πρωταγωνιστή Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο οποίος έπινε ολημερίς, πράγμα που εκείνη ως λάτρης της υγιεινής ζωής κι αυστηρή επαγγελματίας απεχθανόταν.

Μεγαλώνοντας, πρωταγωνίστησε σε έξοχες μεταφορές κορυφαίων θεατρικών έργων του Τενεσί Ουίλιαμς, του Ευγένιου Ο’ Νιλ και του Τζέιμς Γκόλντμαν . Στη δεκαετία του ’70 παίζει σε ελάχιστες ταινίες , με τις «Τρωάδες» (1971) του Μιχάλη Κακογιάννη να ξεχωρίζουν (εκεί έ ερμήνευσε μια θαυμάσια Εκάβη). Θα ακολουθούσε στις αρχές των 80s,το μελόδραμα «Στη χρυσή λίμνη» μαζί με τον Χένρι και την Τζέιν Φόντα, που της χάρισε και το τελευταίο της Όσκαρ. Η τελευταία εμφάνισή της στον κινηματογράφο έγινε στην ταινία «Ένας μεγάλος έρωτας», δίπλα στον Γουόρεν Μπίτι και την Ανέτ Μπένινγκ το 1994.

Σίγουρη για τον εαυτό της, η Χέπμπορν δεν διαπραγματευόταν ποτέ ζητήματα φύλου και ταυτότητας, επέλεγε εκείνη τους σκηνοθέτες της, δεν έκανε ποτέ συμβιβασμούς σε επαγγελματικά θέματα, ήταν πάντα πειθαρχημένη και συχνά μπλέκονταν σε καβγάδες με όποιους δεν έπαιρναν στα σοβαρά τη δουλειά, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που επέκρινε άλλες σταρ της εποχής για τις επιλογές του. Γι’ αυτό πολλοί της είχαν κολλήσει το παρατσούκλι « Μις υπεροψία». Όμως η Χέπμπορν δεν ήταν αλαζόνας, ήταν μια γυναίκα με πίστη και δύναμη, που αρνήθηκε τον ρόλο που το πατριαρχικό σύστημα ήθελε να της επιβάλλει.

Επίσης υπήρξε πολιτικά δραστήρ,ια πολλές φορές τοποθετήθηκε δημόσια για το θέμα της γυναικείας χειραφέτησης, ενώ δεν φοβήθηκε να διαμαρτυρηθεί και για την περιβόητη «Μαύρη λίστα » του Μακάρθι, αρνούμενη να καταδώσει συναδέλφους τους ως κομουνιστές. Γι' αυτή τη στάση χρόνια θεωρούνταν « ύποπτη» από τις μυστικές υπηρεσίες που πίστευαν πως είναι «θαυμάστρια του Στάλιν».

Το 1969 μετά από τον θάνατο του Τρέισι αποφάσισε να μείνει μόνη. Αν και είχαν ακουστεί πολλά για τις σεξουαλικές της προτιμήσεις και αρκετοί ισχυρίζονταν πως είχε σχέσεις τόσο με άνδρες όσο και με γυναίκες, εκείνη ποτέ δεν παραδέχτηκε τίποτα. Το μόνο που είχε δηλώσει σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της, ήταν : «Πολλές φορές στη ζωή μου είπα "Μακάρι να ήμουν άνδρας"! Έφτασα πολύ συχνά στο σημείο αυτό , γιατί πιστεύω πραγματικά ότι μπορούσα να τα βγάλω πέρα σαν τραχύς στρατιώτης ή σαν γιατρός χαμένος σε μια ξεχασμένη αποστολή, με μοναδικό σκοπό να γιατρεύω λεπρούς!».

Με την υγεία της να φθίνει αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή στα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Τα τελευταία χρόνια φρόντιζε με πάθος τον κήπο της, υποστήριζε τις αμβλώσεις και υπερασπιζόταν την ευθανασία των γερόντων. «Νομίζω ότι στην Αμερική υπάρχει μεγάλος φόβος για τον θάνατο. Εγώ δεν πιστεύω ότι πρέπει κανείς να φοβάται κάτι που είναι απολύτως αναπόφευκτο. Αν κάποιος πιστεύει ότι βρίσκεται στο σημείο όπου δεν έχει να κερδίσει τίποτε άλλο από τη ζωή και είναι βέβαιος ότι κανείς δεν τον θέλει, τότε δεν βρίσκω τον λόγο να μη χρησιμοποιήσει λίγα χρήματα για να πει «γεια χαρά!»», είχε πει.

Πέθανε σε ηλικία 96 ετών στο αγαπημένο της Κονέκτικατ. Προς τιμήν εκείνο το βράδυ, τα φώτα του Μπρόντγουεϊ χαμήλωσαν για ώρα.

bonary.gr