Το πιο γνωστό ξενοδοχείο στον κόσμο μόνο για γυναίκες - Τα μυστικά του Barbizon Hotel

Οι αυστηροί κανόνες και η άτακτη Γκρέις Κέλι


Για ένα κορίτσι μιας μικρής πόλης των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του '40 και του '50, δεν υπήρχε πιο λαμπερό μέρος από το «Barbizon Hotel» της Νέας Υόρκης. Το ξενοδοχείο, το οποίο πολλοί περιέγραψαν ως «σχολικό κοιτώνα γοητείας», έδωσε καταφύγιο σε μια σειρά γυναικών, πριν αυτές γίνουν διάσημες.

Τζόαν Κρόφορντ, Γκρέις Κέλι, Ρίτα Χέιγουουρθ, Τίπι Χέντρεν, Τζιν Τίρνεϊ, Κάντις Μπέργκεν, Σίλβια Πλαθ, Άλις ΜακΓρόου, Τζόαν Ντίντιον, Μπέτσι Τζόνσον, Έντιθ Μπουβιέ Μπιλ, Νάνσι Ρίγκαν, Φιλίσια Ρασάντ και Λάιζα Μινέλι είναι μερικές από αυτές.

Ήταν για πολλές δεκαετίες ένα ξενοδοχείο μόνο για γυναίκες που έρχονταν στη Νέα Υόρκη για επαγγελματικές ευκαιρίες, αλλά ταυτόχρονα ήθελαν ένα «ασφαλές καταφύγιο» που να το ένιωθαν σαν το οικογενειακό τους σπίτι.


Το ξενοδοχείο προσέφερε ένα μικρό παράθυρο ευκαιριών για τις γυναίκες που ήθελαν να κάνουν καριέρα στη μεταπολεμική Αμερική. Το όνομά του ήταν κάτι σαν εχέγγυο επιτυχίας.

Το συναρπαστικό νέο βιβλίο της Πολίνα Μπρεν, «The Barbizon: The Hotel That Set Women Free», αφηγείται την ιστορία των κυριών που έμειναν εκεί, από τις πιο «απλές» μέχρι την Γκρέις Κέλι, και η Daily Mail ρίχνει μια ενδελεχή ματιά σε αυτό.

Μερικές απέκτησαν φήμη και περιουσία, αλλά οι περισσότερες γύρισαν πίσω στο σπίτι και στην αναμενόμενη ζωή τους: γάμος, σπίτι, παιδιά -αφήνοντας το «Barb» μια αγαπημένη ανάμνηση.

Η ιστορία του ξενοδοχείου «μόνο για γυναίκες»
Το Barbizon δεν ήταν το πρώτο ξενοδοχείο αυστηρά για γυναίκες, αλλά ήταν το πιο λαμπερό. Προηγουμένως υπήρξαν το The Allerton Hotel και το The Martha Washington. Το τελευταίο άνοιξε το 1903 και έγινε γνωστός ως καταφύγιο για σόλο γυναίκες ταξιδιώτες και σουφραζέτες. Στη δεκαετία του 1960, όταν η ηθοποιός Βερόνικα Λέικ πήρε διαζύγιο και δεν είχε λεφτά, εργάστηκε εκεί ως μπαργούμαν. Υπήρχαν επίσης το The Trowmart Inn και το Parkside Evangeline, αλλά κανένα από αυτά δεν είχε την ίδια πολιτιστική σφραγίδα όπως το The Barbizon στην 140 East 63rd Street.

Το επιβλητικό, σομόν, γοτθικό κτίριο με τους 23 ορόφους χτίστηκε το 1927 και διέθετε ανέσεις όπως πισίνα, γυμναστήριο, κήπους στον τελευταίο όροφο, αίθουσες μουσικής, αίθουσες διαλέξεων, τραπεζαρία, βιβλιοθήκη και καθημερινή υπηρεσία καμαριέρας.


Το ξενοδοχείο ήλπιζε να προσελκύσει τις μόνες και κομψές γυναίκες της εποχής της τζαζ, που ξαφνικά ξεχύθηκαν στη Νέα Υόρκη για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους να γίνουν σταρ, να είναι ανεξάρτητες και να βρουν έναν πλούσιο σύζυγο.

Το μεγάλο λόμπι ήταν διακοσμημένο με μεγάλα φυτά σε γλάστρες, πολυτελή χαλιά από την Ανατολή, πλούσια επίπλωση και ζεστά φωτιστικά αντίκες. Καθημερινά σερβιρόταν δωρεάν απογευματινό τσάι, που ήταν βολικό για τα κορίτσια που δεν προέρχονταν από πλούσιες οικογένειες.

Μια σκαλιστή σκάλα οδηγούσε στον ημιώροφο, από τον οποίο τα κορίτσια έσκυβαν για να δουν τα πιθανά ραντεβού τους που έρχονταν στο ξενοδοχείο. Κατά την άφιξή της το 1953, η 21χρονη Σίλβια Πλαθ περιέγραψε το παστέλ πράσινο αίθριο με το «ελαφρύ ξύλο café-au-lait» ως «εξαιρετικό».



Από το δωμάτιό της στον βορειοδυτικό πυργίσκο, η 63χρονη «αβύθιστη Μόλι Μπράουν» (διάσημη για την επιβίωσή της από τον Τιτανικό το 1912) έγραψε σε μια φίλη το 1931 για να αναφέρει λεπτομερώς την ταπεινή κατοικία της: ένα διπλό κρεβάτι με ένα λουλουδάτο κάλυμμα που ταιριάζει με τις κουρτίνες, ένα μικρό γραφείο, μία συρταριέρα, μια λάμπα δαπέδου και μια πολυθρόνα. «Υπάρχει ακόμη και ένα ραδιόφωνο σε κάθε δωμάτιο!» είπε. Παρά το μικρό τους μέγεθος, είπε η Πολίνα Μπρεν, τα δωμάτια του ξενοδοχείου Barbizon «αντιπροσώπευαν κάποιο είδος απελευθέρωσης» για τις επόμενες γενιές γυναικών.

Οι αυστηροί κανόνες του ξενοδοχείου
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν αυστηροί κανόνες, τους οποίους επέβαλε και φρόντιζε να τηρούν η «μητέρα» τους εκεί, η βοηθός διευθύντρια του ξενοδοχείου, Mae Sibley. Η αποστολή της ήταν να εκπληρώσει την υπόσχεση του Barbizon σε όλους τους νευρικούς γονείς: ότι θα μπορούσαν να είναι σίγουροι πως τα κορίτσια τους θα κρατηθούν ασφαλή και μακριά από το σεξ, μέσα σε μια πόλη χτισμένη για αμαρτία.

Το ποτό απαγορευόταν αυστηρά στα δωμάτια, όπως και τα ξενύχτια. Οι γονείς μπορούσαν να ζητήσουν από τις κόρες τους να υπογράφουν κατά την είσοδο και την έξοδό τους στη ρεσεψιόν. Κορίτσια που επέστρεφαν αργά ή, με τα λόγια ενός προσωπικού, «σε κακή κατάσταση», τα μάλωναν. Ούτε να το σκέφτονταν δεν ήθελαν να υπαινιχθεί κανείς ανάρμοστη συμπεριφορά.



Σε ορισμένες δόθηκαν ακόμη και συνοδοί. Η Τζούντι Γκάρλαντ είχε τρελάνει το προσωπικό καλώντας κάθε τρεις ώρες για να ελέγξει την κόρη της, Λάιζα Μινέλι. Εάν δεν βρισκόταν στο δωμάτιό της, τους διέταζε να τη βρουν.

Κανένας άνδρας δεν επιτρεπόταν να ανέβει στους ορόφους χωρίς αυστηρή επίβλεψη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσπάθησαν. Αμέτρητοι νέοι μνηστήρες προσπάθησαν να μεταμφιεστούν σε γιατρούς, πατέρες, ιερείς. Ενώ άλλοι δοκίμασαν την τύχη τους στριμώχνοντας τους εαυτούς τους στους ανελκυστήρες για τα τρόφιμα. Ακόμα και οι άνδρες χειριστές ανελκυστήρων αντικαθίσταντο από γυναίκες μετά το ηλιοβασίλεμα.

Για να μείνουν στο ξενοδοχείο, η κυρία Sibley απαιτούσε από όλες τις υποψήφιες ενοίκους να παρέχουν τρεις αναφορές που να πιστοποιούν τον καλό ηθικό τους χαρακτήρα.

Βαθμολογούσε τις γυναίκες βάσει της οικογένειάς τους, της εμφάνισης, του ντυσίματος και της συμπεριφοράς τους, και αξιολογούσε την ποιότητα κάθε αιτούσας ως Α, Β ή Γ. Οι Α ήταν κάτω των είκοσι οκτώ ετών. Οι Β ήταν μεταξύ είκοσι οκτώ και τριάντα οκτώ, ενώ οι Γ ήταν γυναίκες «που δεν ήταν πια στα καλύτερά τους», όπως έγραψε η Μπρεν.




Πολλοί κατηγόρησαν τη Sibley ότι εμπορεύεται τις ενοίκους του Barbizon, «γνωρίζοντας καλά ότι η ελκυστικότητά τους πρόσθετε στη φήμη του ξενοδοχείου».

Ωστόσο, υπό την καθοδήγησή της, η αποκλειστικότητα και η φήμη του ξενοδοχείου για τη στέγαση των γοητευτικών κοριτσιών αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του '40 και του '50. Το ξενοδοχείο Barbizon έγινε το βασικό θέμα των κοινωνικών σελίδων και των περιοδικών μόδας.

Το Time Magazine ανέφερε κάποτε ότι το κτίριο φιλοξένησε «τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ομορφιάς ανατολικά του Χόλιγουντ» και ότι ήταν «ένα από τα λίγα μέρη στα "Γόμορρα-δίπλα-στον-ποταμό-Χάντσον" όπου μια κοπέλα θα μπορούσε να πάρει την αγνότητά της στο κρεβάτι και να μείνει σίγουρη ότι θα είναι ακόμα εκεί το επόμενο πρωί».

Η άτακτη Γκρέις Κέλι και οι χοροί της στο ξενοδοχείο
Μία από τις γυναίκες που έμεναν εκεί και βρήκαν τον δρόμο τους προς την επιτυχία ήταν η Γκρέις Κέλι, η οποία έλαμψε ως σταρ του Χόλιγουντ και στη συνέχεια ως πριγκίπισσα του Μονακό, ενώ έγινε το ανεπίσημο κορίτσι της αφίσας για το ξενοδοχείο.

Η Γκρέις Κέλι έφτασε στο Barbizon τον Σεπτέμβριο του 1947 ως ελπιδοφόρα νέα που θα παρακολουθούσε μαθήματα στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών. Η διαμονή στο ξενοδοχείο ήταν η μόνη προϋπόθεση που έθεσε ο κυριαρχικός πατέρας της όταν της επέτρεψε να εγγραφεί στη σχολή υποκριτικής.

Την ίδια χρονιά, η εκκεντρική ντεμπουτάντ Little Edie Beale (ξαδέλφη της Ζακλίν Κένεντι-Ωνάση) μετακόμισε στο Barbizon και έμεινε μέχρι το 1952, ενώ προσπάθησε να μπει στον χώρο της σόουμπιζ. Αργότερα ισχυρίστηκε ότι ήταν πολύ κοντά στο να γίνει σταρ, αλλά η μητέρα της, Big Edie Beale, την κάλεσε πίσω στο εγκαταλελειμμένο αρχοντικό τους στο Σαουθάμπτον.




Η γοητευτική αίσθηση του χιούμορ της Γκρέις Κέλι ήταν γνωστή στο Barbizon. Είχε μια τάση για αταξία και της άρεσε να διασκεδάζει τις φίλες της χορεύοντας τόπλες χορούς της Χαβάης στον διάδρομο.

«Οι φήμες για τη σεξουαλική όρεξή της και την ακολασία της αφθονούσαν», δήλωσε η Μπρεν. Παραβίαζε τους κανόνες, έχοντας σχέσεις με μνηστήρες στις σκοτεινές γωνίες του σαλονιού του ξενοδοχείου. «Οι φίλες της στον όροφο τη ζήλευαν και τη θαύμαζαν», έγραψε η Vanity Fair.

Η Κάρολιν Σκοτ, που έμοιαζε καταπληκτικά στην Όντρεϊ Χέπμπορν, ήταν η καλύτερη φίλη της Γκρέις Κέλι στο Barb. Τα δύο κορίτσια ζούσαν το ένα δίπλα στο άλλο στον 9ο όροφο. Και ενώ τις ένωνε κοινή φιλοδοξία, το υπόβαθρό τους δεν θα μπορούσε να ήταν πιο διαφορετικό.

Η Γκρέις Κέλι προερχόταν από μια εύπορη οικογένεια της Φιλαδέλφειας που πλήρωνε πλήρως τη διαμονή της. Η Κάρολιν ήταν βασίλισσα ομορφιάς από το Στιούμπενβιλ του Οχάιο που χρησιμοποίησε το χρηματικό έπαθλο αξίας 500 δολ. από έναν τοπικό διαγωνισμό για να αγοράσει ένα εισιτήριο τρένου απλής μετάβασης στον σταθμό Πεν. Η ιστορία της μοιάζει με πολλών άλλων κοριτσιών που εμφανίστηκαν στο κατώφλι του Barbizon, ελπίζοντας ότι τα περιουσιακά τους στοιχεία θα μπορούσαν να τις οδηγήσουν σε θέσεις γραμματείας, μοντέλων ή και ηθοποιών.


Μία εβδομάδα μετά τη μετακόμισή της στη Νέα Υόρκη, την Κάρολιν ανακάλυψε ο διάσημος πράκτορας μοντέλων Χάρι Κονβέρ και έτσι ξεκίνησε η καριέρα της στον χώρο με σημαντικές συνεργασίες. Η Γκρέις Κέλι δεν ενδιαφερόταν για τη μόδα. Όμως, πέρα από τα χοντρά γυαλιά της και τα φουσκωτά τουίντ, η Κάρολιν είδε τις δυνατότητές της και πρότεινε να συναντηθεί με την Έιλεν Φορντ για δουλειές στον χώρο του μόντελινγκ. Η Φορντ την απέρριψε επειδή «είχε πολύ κρέας στα οστά», κάτι που παραδέχτηκε ότι ήταν το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας της.

Έτσι, η Γκρέις Κέλι απευθύνθηκε στο Powers Agency, που την προσέλαβε αμέσως. Πέντε χρόνια αργότερα έκανε το ντεμπούτο της στο Χόλιγουντ, στην ταινία που κέρδισε το Όσκαρ το 1952, «High Noon».



Η Γκρέις Κέλι μπορεί να ήταν το δημόσιο πρόσωπο του ξενοδοχείου, αλλά ήταν οι κοπέλες από πολλές μικρές πόλεις της Αμερικής, οι οποίες είχαν τον ίδιο στόχο, που του έδιναν ζωή, δήλωσε η Πολίνα Μπερν. Ανάμεσά τους και η 18χρονη τότε Σίμπιλ Σέμπερ από το Μέμφις, άλλη μία ηθοποιός-μοντέλο που κέρδισε έναν εθνικό διαγωνισμό το 1968.


Αθώες και ελπιδοφόρες, αυτές οι φρέσκες, όμορφες κοπέλες είχαν μεγάλη ζήτηση τα μεταπολεμικά χρόνια, πωλούσαν τα πάντα.

Τα κορίτσια από τις μικρές πόλεις που δεν μπορούσαν να τραγουδήσουν, να παίξουν, να χορέψουν ή να δουλέψουν ως μοντέλα, βρήκαν τον δρόμο τους ως γραμματείς στους ουρανοξύστες του Μανχάταν, έχοντας εκπαιδευτεί στη σχολή Katharine Gibbs Secretarial School, μαθαίνοντας γρήγορη πληκτρολόγηση, διοίκηση επιχειρήσεων και στενογραφία.

Η πιο διάσημη απόφοιτη της σχολής ήταν η Φράνσις Φόντα (μελλοντική μητέρα της Τζέιν και του Πίτερ Φόντα), η οποία ήταν αποφασισμένη να «γίνει η γρηγορότερη δακτυλογράφος και η καλύτερη γραμματέας που μπορούσε κανείς να προσλάβει». Ονειρεύτηκε να εργαστεί στη Wall Street, όπου σχεδίαζε να παντρευτεί έναν εκατομμυριούχο. Και κατάφερε να το κάνει ακριβώς δύο φορές, πριν αυτοκτονήσει το 1950.

Η δολοφονία στο ξενοδοχείο και το άδοξο τέλος του
Ωστόσο, δεν περνούσαν καλά όλες οι κοπέλες που έμεναν στο ξενοδοχείο. Η Σίλβια Πλαθ ένιωθε απομονωμένη και δεν ήταν η μοναδική. «Θυμάμαι να κάθομαι στο μικρό ροζ δωμάτιό μου και να κοιτώ προς τα κάτω στη Λέξινγκτον, να γράφω στο μικρό μπλε σημειωματάριό μου και να αισθάνομαι μόνη όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου», δήλωσε η Σίμπιλ Σέπερντ στο Vanity Fair. «Και αναρωτιόμουν πώς θα τα κατάφερνα ποτέ σε αυτήν την απέραντη πόλη, που ήταν γεμάτη με λαμπρούς ανθρώπους».



Μερικές πέθαναν ακόμη και από απελπισία. Σύμφωνα με την Πολίνα Μπρεν, μία ένοικος που έφτασε στη δεκαετία του '30 υπολόγισε ότι υπήρξαν πάνω από 55 αυτοκτονίες κατά τη διάρκεια των ετών. Πολλές από τις οποίες κρατήθηκαν κρυφές από τον Τύπο από τη Mae Sibley.

Οι ανέμελες μέρες του Barbizon είχαν τελειώσει μέχρι τη δεκαετία του 1970. Καθώς η Νέα Υόρκη κατέρρευσε στο χείλος της χρεοκοπίας, το ίδιο έκανε και το ξενοδοχείο. Τα ποσοστά εγκληματικότητας αυξήθηκαν και ακόμη και το «φρούριο» που τόσα χρόνια υπερασπιζόταν την προστασία των κατοίκων του δεν ήταν άτρωτο.


Το 1975, μία από τις μεγαλύτερες σε ηλικία κατοίκους του ξενοδοχείου, η 79χρονη Ρουθ Χάρντινγκ, βρέθηκε στραγγαλισμένη μέχρι θανάτου σε δωμάτιο του 11ου ορόφου. Το έγκλημα παραμένει ανεξιχνίαστο μέχρι σήμερα.

Το ξενοδοχείο έγινε ένα πιο τυπικό ξενοδοχείο όταν άρχισε να δέχεται άνδρες ως πελάτες το 1981. Το 2002 ολοκληρώθηκε μια ανακαίνιση 40 εκατομμυρίων δολαρίων και το όνομα άλλαξε σε The Melrose Hotel. Το 2005 το ξενοδοχείο έκλεισε και το κτίριο ξαναχτίστηκε και μετονομάστηκε σε Barbizon 63.

Το ξενοδοχείο Barbizon χρησιμοποίησε μια ιδέα να πάρει αυτά τα νεαρά τραχιά διαμάντια και να τα στείλει στον κόσμο ως καλλιεργημένα μαργαριτάρια. Δεν λειτούργησε πάντα έτσι. Αλλά ακόμη και για όσες κατέληξαν να πακετάρουν τα πράγματά τους και να γυρίσουν στο σπίτι, θα υπάρχει πάντα εκείνη η εποχή της Σταχτοπούτας στο Barbizon.
Πηγή: iefimerida.gr