H διαφορετική γιαγιά μου που δεν έλεγε παραμύθια και δεν της άρεσαν τα παιχνίδια

Τη γιαγιά μου τη Χριστίνα, τη θυμάμαι λες και χθες μιλούσαμε κι ας έχουν περάσει πάνω από τρεις δεκαετίες από την μέρα που μας άφησε για τόπους μακρινούς. Αυτό που μου έχει μείνει είναι η θλίψη που σκέπαζε τα μάτια από τα μεγάλα βάσανα της ζωής της.

Της Μαρίας Καλλέργη

Δεν ήταν μια κανονική γιαγιά. Ήταν πολύ κοντή ίσως και 1,40, πολύ αδύνατη, πάντα μαυροφορεμένη και πάντα μαντιλοδεμένη. Πως ήταν στα κανονικά της δεν ξέρω, αφού οι μνήμες μου φτάνουν από την εποχή που έχασε την κόρη της και μετά.

Δεν έλεγε παραμύθια αλλά της άρεσαν πολύ και τα ακούγαμε μαζί από τον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό από τη θεία Λένα. Δεν της άρεσαν τα παιχνίδια και μάλλον δεν της άρεσαν και τα παιδιά. Μάλλον αποτελούσα εξαίρεση γιατί πολλές φορές με έπαιρνα μαζί της και “παίρναμε τα βουνά” όπως άκουγα να λένε οι μεγαλύτεροι. Της άρεσαν τα χωράφια κι όχι ιδιαίτερα το σπίτι.

Ήμουν η λατρεία της αλλά η γιαγιά μου τα έβαζε με τα άλλα παιδιά για να με προστατέψει. Πάντα φύλαγε το καλύτερο για μένα και με περίμενε. Την τελευταία φορά που επρόκειτο να τη δω ήμουν φοιτητική εκδρομή και έμαθα τα κακά μαντάτα μέρες μετά, αφού δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα.

Ζωντανή τη συνάντησα με χαμένο το μυαλό από τα βαθειά γηρατειά, αφού περνούσε πια τα 100 και νόμιζε πως ήμουν αγόρι. Όμως δεν είχε ξεχάσει τα παραμύθια και τη θεία Λένα.

Αυτό αλλά και ο τρόπος που θυμάμαι να έζησε με πείθουν πως η γιαγιά μου δε θα γιόρταζε ποτέ σήμερα, μέρα των ηλικιωμένων. Γιατί η γιαγιά μου η Χριστίνα δε μεγάλωσε ποτέ. Ήταν πάντα ένα ιδιαίτερο, διαφορετικό και ζωηρό παιδί με αγάπη ολοκληρωτική στο πρόσωπο μου. Και θυμάμαι την τελευταία μας συζήτηση: “Γιαννιώ δε βάνεις το ράδιο να ακούσομε τη θειά Λένα”.