Χωρίς τη συμμετοχή των νέων, δεν υπάρχει μέλλον. Γράφει ο Γιώργος Παπακωνσταντής.

  • Δευτέρα, 13 Νοέμβριος 2017 16:08
  • Συντακτική Ομάδα
  • Editorial

Την Κυριακή 12 Νοεμβρίου είχαμε εκλογές. Εκλογές για τον ηγέτη της Κεντροαριστεράς. Την επόμενη Κυριακή στις 19 Νοεμβρίου θα ξαναγίνουν εκλογές για την ανάδειξη του ηγέτη ή της ηγέτιδας ανάμεσα στην πρώτη, Φώφη Γεννηματά  και στο δεύτερο Νίκο Ανδρουλάκη.

Ψήφισαν ανέλπιστα πολλοί την πρώτη Κυριακή. Πάνω από 210000 άνθρωποι. Οι περισσότεροι μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας. Δεν μας απασχολούν εδώ τα πολιτικά χαρακτηριστικά των υποψηφίων, ούτε ποιος ή ποια είναι νικητής. Μας απασχολεί η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία. Τι είναι εκείνο που έκανε τόσο κόσμο να σταθεί αρκετή ώρα στην ουρά για να ψηφίσει; Τι ακριβώς περιμένει από μια διαδικασία εκλογής αρχηγού σε ένα ακόμη απροσδιόριστο κόμμα;  Και κυρίως πως εξηγείται αυτή η απουσία τελικά, νέων ανθρώπων από τη διαδικασία σε αντίθεση με τους ηλικιωμένους που υπερεκρποσωπούνται;

Φαίνεται ότι οι Έλληνες μπορεί να μη συμμετέχουμε στα κοινά, αλλά τελικά είμαστε εθισμένοι στις εκλογές. Αλληλοϋποκινούμαστε να πάμε να ψηφίσουμε, να δηλώσουμε μέσα από τη συμμετοχή μας στη διαδικασία την αντίθεσή μας με το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Να δείξουμε ότι θέλουμε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό.

Όμως θα πει κάποιος και γιατί ψηφίζουμε τελικά το ίδιο;

Ίσως η ερμηνεία ανάγεται στην κοινωνική ψυχολογία. Είμαστε δυσαρεστημένοι από τους κυβερνώντες, δεν μας αρέσει αυτό που βιώνουμε, αλλά το μόνο καλύτερο που έχουμε στο μυαλό μας, είναι οι μέρες ευμάρειας του παρελθόντος και εύκολα γυρίζουμε στα γνωστά μας πρόσωπα και συστήματα, πιστεύοντας ότι ως δια μαγείας θα βελτιώσουν τα πράγματα. Επιπλέον, δεν φαίνεται να  έχουμε καταλάβει τα βαθύτερα αίτια της κρίσης και πως τα αίτια αυτά, ακουμπάνε εμάς τους ίδιους, ιδιαίτερα από τη μέση ηλικία και πάνω, αφού αυτή η ηλικιακή ομάδα, είναι που διαμόρφωσε τα αίτια της κρίσης.

 Έτσι παρουσιάζεται το φαινόμενο να ψηφίζουμε σε μια παράταξη ακόμη απροσδιόριστη, με όρους «ενότητας» και παλιάς χαμένης  αίγλης και όχι με όρους ανανέωσης και μεταρρύθμισης. Ταυτόχρονα πάμε στις κάλπες αρκετοί, γιατί από μόνη της αυτή τη συμμετοχή τη θεωρούμε πράξη αντίστασης, ανεξάρτητα στόχων και αποτελέσματος.

Όλα αυτά οι νέοι τα διαισθάνονται. Τα βλέπουν και τα «κοροϊδεύουν» στο facebook και στο Twitter, μιλώντας για «ζόμπι» ψηφοφόρους ή για γέρους ξεμωραμένους.

Όμως αυτό ακριβώς δείχνει την αποτυχία όλων. Οι ηλικίες των 60 +, που δημιούργησαν την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, την καλύτερη εν τέλει Ελλάδα από το 1830, απέτυχαν στο να μεταφέρουν στους νέους την ευθύνη αλλαγής και συνέχειας σε πιο υγιείς βάσεις, της πορείας της χώρας. Διαμόρφωσαν ένα ιδιαίτερα προστατευμένο χώρο για τις νέες γενιές, οι οποίες ασφυκτιούν στα προστάγματα των γονιών τους αφού εκείνοι ξέρουν το καλό τους πριν από αυτούς γι αυτούς. Είναι οι ίδιοι γονείς που αποδέχονται να παίρνουν συντάξεις των 2000 ευρώ, όταν τα παιδιά τους, αν δουλεύουν, βγάζουν 500 ευρώ. Νιώθουν καλά, γιατί τελικά οι συντάξεις πάνε στα παιδιά, ούτως ή άλλως. Όμως όλο αυτό είναι διαστρέβλωση και δεν οδηγεί πουθενά. Οι νέοι που αυτονομούνται ψάχνουν να φύγουν έξω, οι υπόλοιποι απλά περιμένουν «να γίνει κάτι», σιτιζόμενοι -γενναιόδωρα ίσως ακόμη- από τους γονείς τους. Όμως δεν συμμετέχουν, είτε γιατί θεωρούν ότι το όλο ζήτημα δεν τους αφορά, είτε γιατί απλά φεύγουν.  

Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλο αυτό θα το βρούμε μπροστά μας και μόνο σε ευχάριστες σκέψεις δεν μας οδηγεί. Οι νέοι, είναι απαραίτητο να κινητοποιηθούν. Να αρχίσουν να αμφισβητoύν δημιουργικά, το βαθύ πατερναλιστικό σύστημα που βιώνουν σήμερα. Χωρίς αυτούς δεν υπάρχει μέλλον.