Η σιωπή της μη επικοινωνίας...Του Γιώργου Παπακωνσταντή

  • Σάββατο, 26 Αύγουστος 2017 23:18
  • Γιώργος Παπακωνσταντής
  • Editorial

 

Η θάλασσα μπορεί να ήταν φουρτουνιασμένη, αλλά ο ήλιος ήταν λαμπερός και ζεστός.

Περπάτησα στον ξύλινο διάδρομο, ανάμεσα στις ξαπλώστρες με τις πράσινες ομπρέλες και διάλεξα μια, στη δεύτερη σειρά, όπου άπλωσα τις πραμάτειες μου.

Εφημερίδες, ένα βιβλίο, το κινητό και το σακ βουαγιάζ στην άμμο. Έστρωσα την πετσέτα, προσπάθησαν να σηκώσω την πλάτη της ξαπλώστρας στο ιδανικό ύψος, και άραξα.

Βλέποντας το Μανώλη από μακριά, του έγνεψα, το γνωστό. Ένα φρέντο εσπρέσο και ένα μπουκαλάκι νερό.

Αραχτός τώρα στην ξαπλώστρα, με τα χέρια στο σβέρκο, σε εκείνη τη στάση μεταξύ σκεπτικισμού και αποχαύνωσης, βάλθηκα να κοιτάζω γύρω μου και να ανιχνεύω το χώρο. Ο κόσμος είχε μειωθεί. Έλληνες ελάχιστοι. Κάτι παθαίνουν οι Έλληνες και μειώνουν τη θάλασσα μετά το Δεκαπενταύγουστο. Δεν ήταν πια εκείνο το πατείς με πατώ σε των προηγούμενων δεκαπέντε ημερών. Ίσως έφταιγε και η φουρτούνα.

Μπροστά μου ένα ζευγάρι με ένα τρίχρονο, είχαν βαλθεί να σκάβουν την άμμο λες και πήγαιναν να ανακαλύψουν πετρέλαιο. Έσκαβαν, έσκαβαν…μόνο έσκαβαν. Οι  γονείς. Το μικρό απλά κοίταζε…Αριστερά μου δύο κυρίες μέσης ηλικίας, με μπικίνι και έντονα τατουάζ στο πίσω μέρος του σώματος. Δεξιά, δυο κοπέλες μάλλον βορειοευρωπαϊκής καταγωγής και λίγο πιο πέρα, ένα ζευγαράκι που αγνάντευε το πέλαγος καθώς και κάμποσοι άλλοι. Πρόσεξα ότι κανείς δε μιλούσε. Κανείς δεν απευθυνόταν σε κάποιον άλλο. Κάποιοι διάβαζαν βιβλία, άλλοι στο κινητό και άλλοι απλά με βλέμμα στο άγνωστο. Επικοινωνία καμιά. Κανείς με κανένα.

Βάλθηκα να χαζεύω τις κινήσεις τους. Παράτησα προς στιγμή εφημερίδες και βιβλίο και κοίταζα γύρω. Όλοι ήταν με παρέα, δεν ήταν μόνοι σαν και μένα. Αλλά κανείς δε μίλαγε με κανέναν. Ώρα πολύ συνέβαινε αυτό. Έβλεπες ότι ο καθένας ήταν στον κόσμο του. Αυτός και η θάλασσα. Μάλλον μόνο αυτός, γιατί δεν έδειχνε κανείς και ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη θάλασσα. Κοίταζα τα ζευγαράκια. Καμιά τρυφερότητα, ούτε κουβέντα καμία. Ο καθένας δίπλα στον άλλο αλλά μόνος του. Απομονωμένος ποιος ξέρει στις σκέψεις ή στις μη σκέψεις του…

Η παραλία, αυτή την ώρα, καθώς έγερνε ο ήλιος, ήταν όμορφη. Ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε, ο παφλασμός και οι αφροί των κυμάτων ακούγονταν δημιουργώντας μια αρμονική συγχορδία ήχων, που σε συνδυασμό με το φως, έφτιαχναν αυτό που λέμε μικρό παράδεισο. Κι όμως λες και όσοι ήταν εκεί, ήταν αλλού. Δεν μπορώ να ξέρω αν εσωτερίκευαν την ομορφιά αυτή ή αν απλά αδιαφορούσαν. Όμως σίγουρα δεν την μοιράζονταν.

Ένιωσα λιγότερο μόνος όταν ο Μανώλης έφερε τον καφέ με ένα ευγενικό χαμόγελο και με μια φράση φωτιά, όταν τον ρώτησα πως είναι το καλοκαίρι του στη δουλειά. Μια δουλειά δύσκολη, μέσα στην κούραση και στο λιοπύρι. «Όλα καλά μου είπε, η κούραση κούραση, αλλά εκείνο που με κουράζει περισσότερο, είναι ότι κανείς δε μιλάει, κανείς δε γελάει…» Σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη μου.

Απορροφήθηκα λίγο προσπαθώντας να διαβάσω εφημερίδα, όμως οι σκέψεις μου ήταν στην εκκωφαντική σιωπή των ανθρώπων που τελικά δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους…Έτσι είναι τελικά. Η παρουσία μας απλά υπάρχει. Η επικοινωνία μας, είναι το ζητούμενο. Και όχι η επικοινωνία μέσα από Facebook, το Twitter ή το instagram, αλλά η απλή, ανθρώπινη επικοινωνία, εκείνη με την οποία μπορείς να μοιραστείς τρυφερότητα και συναισθήματα…

Γιώργος Παπακωνσταντής

Διδάκτορας εγκληματολογίας, "εγκληματεί" καθημερινά στην προσπάθειά του να βελτιώσει λίγο τα πράγματα.