Κρατούσαν ζωντανή την πίστη στα ερείπια - Εσπερινός στον Άγιο Πέτρο ανάμεσα σε πέτρες και ξύλα

Mε μια φορητή.. .Αγία Τράπεζα ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, σε πέτρες, χόρτα και ξύλα, στα ερείπια που κάποτε είχε υπάρξει ο Άγιος Πέτρος των Δομινικανών για δεκαετίες ολόκληρες κάθε χρόνο στις 25 Ιουνίου γινόταν ένας Εσπερινός. Ήταν περισσότερο μια προσπάθεια να κρατηθεί η πίστη ζωντανή μέσα στα ερείπια και πολύ λιγότερο μια λειτουργία με το τελετουργικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Αλλά από το 2010 το σκηνικό άλλαξε. Για πρώτη φορά στον αναστηλωμένο ναό στην παραλιακή λεωφόρο του Ηρακλείου, μετά από τετρακόσια ολόκληρα χρόνια ήχησαν ψαλμωδίες με όλο το τυπικό που επιβάλλεται στις θρησκευτικές τελετές. Ο πολύπαθος ναός του Αγίου Πέτρου ζωντάνεψε ξανά και γέμισε στους δύο πρώτους εσπερινούς και στις δύο λειτουργίες από πιστούς.

Έτσι πλέον από τότε κάθε χρόνο ο ναός ως επετειακός λειτουργείται και οι πιστοί που θυμούνται και τα ερείπια, τώρα βλέπουν έναν ναό που παράλληλα είναι κι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Μεσογείου.Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα μνημεία της κατηγορίας του, με ευρύτερο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον και για την πορεία της αρχιτεκτονικής του 13ου αιώνα και την παρουσία της τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα. Οι ειδικοί χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική του μνημείου ως εξαιρετικά τολμηρή.

Η τελευταία φάση της αναστήλωσης του ναού που είχε ξεκινήσει από το 1991 και ολοκληρώθηκε πριν από λίγους μήνες όπως λένε οι δεκάδες άνθρωποι που από διάφορα πόστα ενεπλάκησαν σε αυτήν υπήρξε ένας Γολγοθάς, ενώ αρκετές φορές φαινόταν πως δε θα τέλειωνε ποτέ.

Τέμενος και ..ξυλουργείο

Για να ανατρέξει κανείς στην ιστορία του ναού απαραίτητο είναι να κάνει ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο ενώ εντυπωσιακές είναι οι χρήσεις που είχε κατά καιρούς από Μονή ως τζαμί και από κινηματογράφος ως ξυλουργείο! Ο Ναός Πέτρου και Παύλου χτίστηκε κατά τους πρώτους χρόνους της βενετσιάνικης κυριαρχίας ως Καθολικό της Μονής του Τάγματος των Δομινικανών Με την έλευση της Οθωμανικής κυριαρχίας ο Άγιος Πέτρος μετατράπηκε αμέσως σε μουσουλμανικό τέμενος. Ως ανταλλάξιμη περιουσία αγοράσθηκε από την Ενορία του Αγίου Δημητρίου Λιμένος για να λειτουργήσει ως Ναός.

Ο ναός χτίστηκε ως μονόκλιτη βασιλική με μικρό εγκάρσιο κλίτος. Μετά την πρώτη κατάρρευση από σεισμό (ίσως το 1303) ξαναχτίστηκε στην κάτοψη που έχει και σήμερα, της μονόκλιτης βασιλικής. Τους αιώνες 14ο-16ο σταδιακά προστέθηκαν παρεκκλήσια στη νότια πλευρά. Στη διάρκεια αυτών των αιώνων ο ναός κατέρρευσε τουλάχιστον άλλες τρεις φορές. Στην Τουρκοκρατία (1669) μετατράπηκε σε τζαμί και προστέθηκε μιναρές στη Ν.Δ. γωνία. Τον 19ο αι. μετά από νέες καταρρεύσεις, το ένα σταυροθόλιο του ιερού μετατράπηκε σε θόλο και ο βόρειος τοίχος ανακατασκευάστηκε. Τα κελιά σταδιακά καταστράφηκαν, καλύφθηκαν και στις αρχές του 20ού αι. χτίστηκε το κτίριο της Καστέλας που κάλυψε μεγάλο μέρος στα βορειοανατολικά του χώρου του μοναστηριού και μέρος των κελιών. Μετά την απελευθέρωση ο ναός χρησιμοποιήθηκε ως κινηματογράφος και αργότερα ως ξυλουργείο. Η στέγη του σωζόταν μέχρι τη δεκαετία του ´70.

Οκτώ φάσεις.

Ο ναός πέρασε από οκτώ κατασκευαστικές φάσεις, τέσσερις από τις οποίες την περίοδο της Ενετοκρατίας, η πέμπτη φάση το 1671 επί Τουρκοκρατίας, η έκτη φάση τον 19ο αι μέχρι το 1972, η έβδομη έως το 1974 και η όγδοη από το 1991 ως το 1995.

Μετά το 1995 υπήρξε προσπάθεια στερέωσης των τοίχων του ναού από την 13η Εφορία, η κοινοτική χρηματοδότηση, ωστόσο, αναλώθηκε σε ανάγκες αρμολόγησης. Το 2000 δόθηκε μικρή χρηματοδότηση από το Δήμο Ηρακλείου για την ολοκλήρωση ανακατασκευής του νότιου τοίχου με σωστή τοποθέτηση των παραθύρων.

Την περίοδο 1995-2005 έγιναν στατικές μελέτες οι οποίες κρίθηκαν ακατάλληλες και ανεπαρκείς από το ΚΑΣ και την αρμόδια Διεύθυνση Αναστύλωσης του υπ. Πολιτισμού. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 το υπουργείο ανέθεσε τη μελέτη σε επιστημονική ομάδα που ανέλαβε να συντάξει την πλήρη μελέτη αποκατάστασης και αποφασίστηκε να γίνουν ριζικές παρεμβάσεις.

Το έργο εντάχθηκε στο ΠΕΠ Κρήτης με αρχικό προϋπολογισμό 3.200.000 ευρώ που με τις εκπτώσεις έπεσε στα 2.400.000, ενώ υπήρξε και έργο 200.000 ευρώ με αυτεπιστασία της 13ης Εφορίας για την ανασκαφική έρευνα στους βενετσιάνικους τάφους που εντοπίστηκαν και τη συντήρηση των κινητών ευρημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι είκοσι δύο τάφοι καταστράφηκαν για να θεμελιωθούν οι αντηρίδες στη βόρεια πλευρά και πέντε-έξι καταστράφηκαν στο εσωτερικό του ναού οι οποίοι, ωστόσο, αποτυπώθηκαν και σχεδιάστηκαν. Στο εσωτερικό του ναού σώζονται τμήματα βυζαντινών τοιχογραφιών, ενώ σε άλλα σημεία υπάρχουν ίχνη. Οι τοιχογραφίες, έχουν υποστεί τεράστιες φθορές λόγω της γειτνίασης του ναού με τη θάλασσα και όσες έχουν παραμείνει χρήζουν συνεχούς φροντίδας.

Εξάλλου, για στατικούς, κυρίως, λόγους ανακατασκευάστηκαν δύο παρεκκλήσια, το Βορειοανατολικό και το Νοτιοδυτικό. Η πλακόστρωση του ναού είναι του 14ου αιώνα που κρατήθηκε και διορθώθηκε.  

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΕΞΑΗΜΕΡΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ (ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ)