Γεμιστά στο τσικάλι - Το "μαζί" του παππού με τη γιαγιά και η συνταγή από τη Νεκταρία Κοκκινάκη

  • Δευτέρα, 12 Ιούνιος 2017 08:46
  • Συντακτική Ομάδα
  • Συνταγές

Είναι η εποχή που ο πατέρας μου αρχίζει να κόβει τα πρώτα του λαχανικά από το κήπο . Πήγα στο χωριό και με γέμισε πάλι με ένα σορό καλούδια. Μια τσάντα από τις πρώτες φρέσκιες πατάτες, κολοκυθάκια μαζί με τους ανθούς, ντομάτες, πιπεριές. Σκέφτηκα αμέσως, θα κάνω γεμιστά στο τσικάλι. “Πήγαινε με μπαμπά στα Ξεράμπελα στο αμπέλι να μαζέψω μερικά φρέσκα φύλλα». Τα Ξεράμπελα είναι μια περιοχή νότια του χωριού, πάνω από τον αρχαίο ελαιώνα με την αρχαιότερη ελιά της Ευρώπης, με επικλινές έδαφος, ηλιόλουστο, η πιο κατάλληλη τοποθεσία για τα αμπέλια. Αφού μάζεψα μια τσάντα, βρήκα την ευκαιρία να απολαύσω τη πανέμορφη θέα και την απόλυτη ηρεμία.

Κάθισα στην άκρη της πεζούλας πάνω στην ξερολιθιά και άρχισα να στοιβάζω όμορφα τα άτακτα αμπελόφυλλα που υπήρχαν στην τσάντα. Με προβλημάτισε το τι θα γράψω για τη συγκεκριμένη συνταγή. Να γράψω για τους καταπράσινους και μυρωδάτους κήπους, τις αμπελοπεζούλες, τις κληματαριές, την πηγή των Ξεραμπέλων με τον μεγάλο πρίνο, τον ερειπωμένο βενετσιάνικο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου που βρίσκεται λίγο πιο κάτω, την Αγία Παρασκευή και τις ιστορίες των μετοχάρηδων, τον κυπαρισσώνα της περιοχής, τους έρημους μαγατζέδες και τις ιστορίες τους; 


Καθώς χάιδευα τα φύλλα στο νου μου κυριάρχησε η σκέψη με τον συγχωρεμένο τον παππού μου, τον πατέρα της μάνας μου, τον Κωστή Σεκαδάκη ή Ξύδι (παρατσούκλι της οικογένειας που κληρονομήσαμε). 
Οι εικόνες του πάντα χαραγμένες στο μυαλό μου. Τον θυμάμαι, πάντα να κάθεται δίπλα με τη γιαγιά Ελισάβετ και να την βοηθά στους ντολμάδες. Όταν η γιαγιά νερόβραζε τα αμπελόφυλλα και αυτά κολλούσαν μεταξύ τους η δουλειά μοιραζόταν. Ο παππούς ξεκόλλαγε τα φύλα και τα άπλωνε γύρω από την λεκάνη και η γιαγιά τύλιγε το μίγμα σε αυτά. Τέχνη γυναικεία το τύλιγμα με σβελτάδα. Πάντα την βοηθούσε στη κουζίνα, μα να της καθαρίσει της πατάτες, μα να της ανακατέψει το τσακάλι.
Παρόλο που από Πιτσιρίκι την βοηθούσα σε πολλά, σε κάτι τέτοια που έκανε με τον παππού δεν με άφηνε. «Δεν ξέρεις εσύ, θα χαλάσεις τα φύλλα» ή << Πιο πολύ πατάτα πετάς παρά φλούδια>>.
Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως δεν ήταν αυτός ο λόγος. Για αυτούς αυτή η διαδικασία ήταν σαν μια ιεροτελεστία, να βοηθούν ο ένας τον άλλο, να κάνουν πράγματα μαζί, να είναι μαζί. Αυτό το «μαζί» κράτησε για αυτούς 50 χρόνια. Αυτό το «μαζί» που τους έδενε σε όλα, σε εύκολα και σε δύσκολα. Αυτό το «μαζί» που σήμερα ξεχνάμε και νομίζουμε πως όλα τελειώνουν, πως όλα έχουν ημερομηνία λήξης. 


Ο παππούς ένας απλός άνθρωπος, αγρότης. ήρεμος, λιγομίλητος, ευγενικός, γλυκός, δουλευταράς, σεμνός, ταπεινός… δεν απαιτούσε πολλά. Η γιαγιά από την άλλη δυναμική, εκρηκτική, δουλευταρού, δίκαιη αλλά και λουσού, όπου γλέντι και χαρά. Διαφορετικοί χαρακτήρες αλλά είχαν δέσει αρμονικά. Ουσιαστικά κάλυπτε ο ένας τον άλλο. Αυτό που τους έδενε ήταν η μεγάλη αγάπη και ο σεβασμός που έτρεφαν ο ένας για τον άλλο. Δεν την φώναξε ποτέ με το όνομα της, πάντα «Κερά» τη φώναζε και αυτή «Κωστή μου». Η γιαγιά κρατούσε όλο το κουμάντο του σπιτιού και ο παππούς της είχε εμπιστοσύνη. Αυτό τον ένοιαζαν οι δουλειές του, τα χωράφια του, τα ζωντανά του.

Δεν τους είδα ποτέ να τσακωθούν, περά από ελάχιστες φορές που αμέσως μετά από λίγο έφτιαχνε η γιαγιά δυο ελληνικούς καφέδες μέτριους και του φώναζε. «Κάτσε δα να πιούμε το καφέ και σιώπα». Τα ξεχνούσαν όλα, έτσι μαγικά, σε δυο λεπτά, χωρίς πείσματα, χωρίς εγωισμούς. Έχω τόσα πολλά να γράψω για αυτούς τους δυο που θα χρειαστώ σελίδες. 
Το 2005 ο παππούς έφυγε μέσα στον ύπνο του από την επάρατο νόσο που ευτυχώς δεν τον ταλαιπώρησε. Η γιαγιά δίπλα του μέχρι την τελευταία στιγμή. Από τότε δεν ξαναφόρεσε τα ρούχα της, δεν ξαναέβαψε τα μαλλιά της, τα νύχια της με αυτό το περλέ χρώμα που της άρεσε. Φόρεσε τα μαύρα και το μαντίλι. Δεν πέρασε μέρα να μην το κλάψει. «Εγώ έχασα τον άνθρωπο μου» έλεγε κάθε φορά που της φώναζα μην κλαις άλλο, έχεις τα παιδιά σου, τα εγγόνια σου, που σε αγαπάμε και σε προσέχουμε. Το 2011 έφυγε και αυτή, την ημέρα που βάφτιζα τον μικρό μου γιο. 
Έζησα με τόση αγάπη δίπλα τους, είδα πως είναι να αγαπάς πραγματικά, να σέβεσαι, να εκτιμάς και όλο αυτό να κρατά στο χρόνο.

Η συνταγή 

Υλικά
150 γρ αμπελόφυλλα
20 κολοκυθοανθούς (λουλούδια κολοκυθιού)
3 μεγάλα κολοκύθια
3 ντομάτες
2 πατάτες
1 πράσινη πιπεριά
400 γρ. ρύζι Καρολίνα
2 μεγάλα κρεμμύδια ξερά
½ ματσάκι μαϊντανό
½ ματσάκι δυόσμο
200ml ελαιόλαδο
Χυμό από δυο λεμόνια
½ κουταλάκι κύμινο
Αλάτι πιπέρι

Εκτέλεση

*Αρχικά πλένουμε και καθαρίζουμε τα λαχανικά, ντομάτες, πατάτες, κολοκυθάκια, πιπέρια. Τα αδειάζουμε και κρατάμε τη σάρκα τους για τη γέμιση.
*Καθαρίζουμε τους κολοκυθοανθούς από τα μικρά και μαλακά αγκαθάκια που έχουν γύρο, γύρο. Αφαιρούμε μέσα από το λουλούδι το κοτσάνι.

*Σε μια κατσαρόλα βάζουμε νερό να βράσει και όταν αρχίσει να κοχλάζει ρίχνουμε μέσα μερικά φύλλα να ζεματιστούν, τα γυρνάμε και από την άλλη πλευρά να αλλάξουν χρώμα.

*Αφού έχουμε ετοιμάσει τα λαχανικά μας, φτιάχνουμε τη γέμιση.
*Σε ένα μπολ βάζουμε το ρύζι, ξύνουμε τα κρεμμύδια και όλες τις σάρκες από τα λαχανικά που έχουμε κρατήσει καθώς και τα σπόρια από τη πιπεριά. Ψιλοκόβουμε το μαϊντανέ και τον άνηθο. Ρίχνουμε τα 50ml το ελαιόλαδο, το χυμό του ενός λεμονιού και τα μπαχαρικά.

*Σε μια κατσαρόλα στρώνουμε κάτω φύλλα.

*Ξεκινούμε να γεμίζουμε τα λαχανικά και να τυλίγουμε τους ντολμάδες.

*Όταν τελειώσουμε αλατίζουμε λίγο ακόμα, περιχύνουμε με το υπόλοιπο λάδι, το χυμό του λεμονιού και μια κούπα νερό. Σκεπάζουμε ξανά με φύλλα. Τοποθετούμε ένα πιάτο και αφήνουμε να ψηθούν σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία για μια ώρα.

*Όταν είναι έτοιμο κατεβάζουμε από τη φωτιά και φαίνουμε για ένα τέταρτο να μελώσει πριν σερβίρουμε.

Το κείμενο προέρχεται από την ιστοσελίδα kritikes-geuseis.gr της Νεκταρίας Κοκκινάκη