Ερρίκος Πετιλόν: Με τα χέρια μου έσκαψα το λάκκο της μητέρας μου

O «πρίγκιπας της Vogue», που γοήτευσε την Ούρσουλα Άντρες, βρέθηκε καλεσμένος στην εκπομπή της Ζήνας Κουτσελίνη και παρουσίασε κομμάτια από το νέο του βιβλίο. Ο συνδυασμός των έντονων συναισθημάτων με τις ναρκωτικές ουσίες, τα προβλήματα υγείας, οι πανέμορφες γυναίκες που τον ερωτεύτηκαν και μια καριέρα μπροστά και πίσω από τις κάμερες ήταν ιδανικά υλικά για τη συγγραφέα Σοφία Στεκουλέα, ώστε να γράψει τη βιογραφία του, η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα.

Ο πατέρας του, Φρειδερίκος, ήταν έμπορος καλλυντικών, αλλά καταστράφηκε οικονομικά. Τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, ο Ερρίκος Πετιλόν πάλεψε μόνος του. Χάθηκε ολόκληρη η περιουσία του, ο πατέρας του μπήκε στη φυλακή λόγω χρεών στο Δημόσιο και τη μητέρα του την έθαψε με τα ίδια του τα χέρια, σκάβοντας τον τάφο της.

«Έσκαψα το λάκκο με τα χέρια μου. Την βρήκα σε μία κλινική στην Κυψέλη να αργοπεθαίνει. Σκιά του εαυτού της. Δάκρυσε μόλις με είδε, προσπάθησε να μου χαμογελάσει. Έπεσα πάνω της κι ήθελα να χωθώ. Ένιωθα και πάλι τίποτα γιατί δεν μπορούσα να τη βοηθήσω. “Πάρε με παιδί μου από εδώ”. Μόνο αυτό μου είπε και συνέχισε να με κοιτά μες τα μάτια, λες να με γνωρίσει, λες να με χορτάσει. Έκλαψα πάνω της κι έπειτα μάζεψα τα κόκκαλά της, την πήρα στα χέρια μου, την κράτησα μη και μου σπάσει, μη και την πονέσω. Την πήγα στο σπίτι που θεωρούσε σπίτι της, στην αδελφή μου, τη Ρόζα, στην Κηφισιά. Παρέμεινα δίπλα της να της κρατώ το χέρι, να την κοιτώ να κοιμάται. Ελάχιστες οι ώρες μας και σιωπηλές. Ο θάνατος δεν έχει λόγια.

Δεκαπενταύγουστος, 1995, στις 11 το βράδυ, έσβησε στην αγκαλιά μου. Άνοιξε τα μάτια της με κοίταξε και είπε: “Ποιος θα το πίστευε; Ο Ερρίκος” κι έπειτα μου χαμογέλασε, έγειρε το κεφάλι της στο στήθος μου κι έφυγε ήρεμη. Ποτέ δεν ξέχασα το χαμόγελό της εκείνο. Ποτέ δεν ξέχασα το βλέμμα της εκείνο. Ποτέ δεν ξέχασα τα τελευταία της λόγια. “Ποιος θα το πίστευε; Ο Ερρίκος”. Πόσες ερμηνείες έχω δώσει από ποτέ», γράφει στο βιβλίο του το γνωστό μοντέλο και παρουσιαστής.

Η «ροκ» ζωή, οι γυναίκες που καθόρισαν την πορεία του και οι λεπτές ισορροπίες που κλονίστηκαν. «Χωρίς λεφτά είσαι ένα τίποτα. οι γυναίκες σπουδαίο κομμάτι στη ζωή μου. η πίτα είναι ολάκερη σχεδόν, φαγώθηκε από τα θηλυκά. Ναι και τις ουσίες. Όμοιο το κομμάτι της πίτας. Στα ίσα το μοιράστηκαν κι εγώ… νηστικός. Υπήρχαν περίοδοι στη ζωή μου, που πήγαινα στο Κολωνάκι να αγοράσω ρούχα και παπούτσια και η ιδιοκτήτρια κλείδωνε την πόρτα και μου γδυνόταν. Μου προσφερόταν και ούτε για μία στιγμή δεν σκέφτηκα: “Τη θέλεις Ερρίκο;”. Έκαναν σεξ μαζί μου γιατί ήμουν πλούσιος και διάσημος γιατί ήμουν το μοντέλο του Βερσάτσε, για το όνομά μου. Έκαναν σεξ με τον εραστή της Ούρσουλας, της Στεφανί και… μου άρεσαν οι γυναίκες. Γιατί να τους αρνηθώ; Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν έκανα επιλογή. Δεν είπα ποτέ “όχι”. Ζούσα για τη στιγμή κι ό,τι όμορφο μου προσφερόταν το απολάμβανα. Nαι βολεύτηκα σε καταστάσεις, αλλά σίγουρα δεν βολεύτηκα με ανθρώπους. Αν δεν μου έκανε, δεν μου έκανε. Πήγαινα παρακάτω».

Για τη μάχη με τις ουσίες αναφέρει: «Δεκαεπτά κέντρα απεξάρτησης εδώ και στο εξωτερικό. Πέντε χρόνια από τη ζωή μου… και να ιδρώνω και να κλαίω και να μην έχω φάρμακα. Ανάσκελα ξαπλωμένος σ’ ένα βρώμικο κρεβάτι -έτσι το ένιωθα- όλα βρώμικα γύρω μου, στεγνός και κάτι να με είχε πιάσει από τον λαιμό. Αλήθεια; Ψέμματα; (…) Υπήρχε για μένα. Ήταν πραγματικότητα κι ένιωσα ότι έχω ανοίξει μια πόρτα του διαβόλου γιατί οι δικοί μου δαίμονες ήταν πολλοί ή πάλι οι πόρτες του διαβόλου είναι πολλές κι ας είναι αυτός ένας. Μου ανοιγόταν η πόρτα και ρωτούσα: “Πώς θα βγω;” κι απάντηση δεν έπαιρνα. Σκοτάδι. Κι έπειτα να χτυπιέμαι για να αφήσει, δεν ήθελα να μπω κι έπειτα μόνος μου να μιλάω στον εαυτό μου. Κι έρχονταν οι θύμησες μες τη νύχτα. Το μυαλό μου ταξίδευε στα ακριβά αυτοκίνητα, στα ξενοδοχεία, στις πισίνες, στην πολυτέλεια κι όλα τα ζυγιάζω με την οικογένεια που δεν χάρηκα. Ο πόνος δυσβάστακτος».

ethnos.gr