Η μέρα της μεγάλης βροχής. (Διήγημα)

  • Κυριακή, 17 Φεβρουάριος 2019 10:39
  • Συντακτική Ομάδα
  • Σκέψεις

Γράφει ο Γιώργος Παπακωνσταντής

Ξύπνησε από το δυνατό ήχο της βροχής που έπεφτε στα κεραμίδια. Ξημέρωνε.

Κουκουλώθηκε ξανά στα σκεπάσματα και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Η βοή όμως δυνάμωνε. Τι στο διάολο σκέφτεται, βρέχει μια βδομάδα συνέχεια. Τι θα γίνει, έχουν μουλιάσει τα πάντα. Και το μυαλό μας θα μουλιάσει στο τέλος.

Το έλεγαν οι μετεωρολόγοι στις τηλεοράσεις, το είχε διαβάσει στο ίντερνετ ότι οι μέρες θα ήταν βροχερές. Αλλά τούτο το πράμα δεν είχε ξαναγίνει. Λες και είχαν ανοίξει οι καταρράκτες του ουρανού. Βροχή πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Τα πάντα σχεδόν στο σπίτι ήταν υγρά. Βλέπεις η υγρασία δεν καταλαβαίνει από πόρτες και παράθυρα. Όσο και να τα κλείνεις, αυτή θα περάσει από κάθε χαραμάδα και θα μπει, θα διαχυθεί στον αέρα,  και θα καλύψει κάθε εκατοστό του χώρου. Υγροί τοίχοι, υγρά πατώματα, υγρά σεντόνια, υγρά όλα. Τόσο που τα στεγνά μάτια σ αυτό το σκηνικό έμοιαζαν παράταιρα.

Ανακάθισε στο κρεβάτι και έριξε μια ματιά στο χώρο. Το τζάκι ήταν σβησμένο, η σκιά της ντουλάπας φαινόταν επιβλητική στο μισοσκόταδο και στο παραθυράκι της πόρτας τρεμόπαιζε μια μικρή χαραμάδα φωτός. Ήταν από τη λάμπα του δρόμου με τα κόλπα που έκανε η λεμονιά του κήπου. 

Μαζί με τη βροχή, έπεφταν οι σκέψεις στο μυαλό του. Καταιγιστικά. Λες και ακολουθούσαν την ένταση του καιρού.

Να σηκωθεί, να ετοιμάσει κάτι να φάει, λες να φταίει η κλιματική αλλαγή;. Υποτροπικό κλίμα έχουμε…Η αποθήκη; Μήπως έχει πλημμυρήσει η αποθήκη; Να δει τι γίνεται έξω…

Ανοίγει τη μπαλκονόπορτα και βγάζει δειλά το κεφάλι έξω. Τα παντζούρια στάζουν, η υδρορροή τρέχει με έναν ήχο σαν ποταμάκι και ο κρύος αέρας του χτυπά το πρόσωπο κάνοντας τον να κλείσει το τζάμι γρήγορα, συνειδητοποιώντας ότι από τη μέσα μεριά του έχει γεμίσει υδρατμούς. Πρόλαβε όμως να δει στη λεωφόρο στο βάθος, μέσα από τη διάθλαση της βροχής τα φώτα των αυτοκινήτων να κινούνται, έστω και αργά. Άρα όλα συνεχίζουν κανονικά. Η βροχή δεν κατάστρεψε τον κόσμο, ο Νώε δεν εμφανίστηκε ακόμη και η ζωή συνεχίζεται.

Ξαναχώνεται κάτω από τα σκεπάσματα. Εύκολα πια η σκέψη και οι ενέργειές του πήραν τον κανονικό τους ρυθμό. Να πλυθεί, να ξυριστεί, να δει τη θα φορέσει, να φάει κάτι, να πιει ένα ζεστό πριν φύγει για τη δουλειά. Χθες το δείπνο είχε κρέας οπότε σκέφτηκε δεν θα φάει πάλι «αυγούμπες» όπως του άρεσε να αποκαλεί τα τηγανιτά αυγά που έτρωγε για πρωινό.

Αγνοούσε τώρα τη βροχή, καθώς η αίσθηση ότι όλα κινούνται στο συνήθη ρυθμό, του έδωσε την πάσα που χρειαζόταν για να την κατατάξει και αυτήν στην κανονικότητα. Τι κανονικότητα δηλαδή …Πόσο κανονικό είναι να βρέχει εφτά μέρες συνεχώς στο κέντρο της Μεσογείου…Όμως έβαλε τη σκέψη του να τρέχει με τα ραντεβού της δουλειάς. Η βροχή θα είχε σίγουρα επιπτώσεις. Ο κόσμος δεν κινείται ελεύθερα όταν βρέχει . Η αγορά τώρα τελευταία είχε σχεδόν νεκρωθεί. Βλέπεις όλοι με τη βροχή μπερδεύονται, ταλαιπωρούνται, δεν τους αρέσει. Θέλουν τον ήλιο και τη λάμψη του, έλα όμως  που χρειάζεται και το νερό.

Καθώς έβαζε μπροστά το αυτοκίνητο πέρασε από το μυαλό του το ενδεχόμενο να είχε  πρόβλημα στη διαδρομή για το γραφείο και με τη σκέψη αυτή προχώρησε προς τα κάτω. Δεν έκανε ένα χιλιόμετρο και μπροστά του ο δρόμος γίνονταν ποτάμι. Δεν υπολόγισε το βάθος του νερού, ελάττωσε ταχύτητα και προχώρησε. Σε δευτερόλεπτα, ένιωσε ότι δεν είχε τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Κατάλαβε ότι σχεδόν επέπλεε. Το τιμόνι δεν υπάκουε και παρασυρόταν προς τα δεξιά. Στην άλλη μεριά του δρόμου, ήταν σταματημένα μερικά αυτοκίνητα, ούτε δέκα μέτρα απόσταση. Γαμώτο, έπρεπε να φτάσει εκεί… Ξαφνικά το αυτοκίνητο σταμάτησε , έσβησε και έμεινε εκεί να λικνίζεται και να παρασύρεται σιγά σιγά προς τα δεξιά, αφού το νερό διοχετευόταν μέσα από ένα οικόπεδο, ανάμεσα στις πολυκατοικίες προς της θάλασσα. Τον κατέλαβε φόβος, αρχικά για το αυτοκίνητο, θα πάει στο χωράφι, θα βρει αποκάτω…Αμέσως μετά όμως πανικοβλήθηκε, καθώς έβλεπε το νερό να μπαίνει στο πάτωμα του αυτοκινήτου.

Του φάνηκε ότι είδε αριστερά του κάποιους να του κουνάνε τα χέρια. Σαν να του έλεγαν, έλα, έλα…Ενστικτωδώς άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω. Ένιωσε το νερό να τον παρασέρνει με ορμή μαζί με το αυτοκίνητο, αλλά πρόλαβε και κρατήθηκε από μια πινακίδα απαγόρευσης της στάθμευσης που ίσα που την έφτασε με το χέρι του. Αγκάλιασε την πινακίδα, βλέποντας στα πέντε μέτρα να εξαφανίζεται το άουντι μέσα στα καφετί νερά και στο λάκκο που είχαν σχηματίσει κάτω από το δρόμο προς το οικόπεδο. Είδε τις ασημένιες  λαμαρίνες μια δυο φορές ακόμη να ανασηκώνονται πάνω κάτω και μετά λες και το κατάπιε η γης …

Γαντζωμένος στην πινακίδα, είδε αριστερά του κάποιον να έρχεται πετώντας  ένα σκοινί και φωνάζοντας.

Δεν άκουγε τι έλεγε, αλλά εκείνη την ώρα ήταν ο Θεός του, ο σωτήρας του, ο παράδεισός του. Άπλωσε το χέρι να αρπάξει το σκοινί και ξαφνικά η σκηνή έσβησε, οι άνθρωποι, τα νερά, εξαφανίστηκαν. Σκοτάδι μόνο και ο γρήγορος  ρυθμός της καρδιάς του υπήρχαν. Όνειρο ήταν! Το συνειδητοποίησε σε εκατοστά του δευτερολέπτου, προσπαθώντας να κατευνάσει το φόβο του με την απροσδόκητη επέλαση της χαράς ότι είναι ασφαλής στο κρεβάτι του…

Έμεινε για λίγο ακίνητος, και τα μάτια του πλανήθηκαν στο γνώριμο χώρο του δωματίου. Η βοή της βροχής ακουγόταν ακόμη δυνατά και αυτός σχεδόν ευτυχισμένος, γύρισε στην άλλη πλευρά του μεγάλου κρεβατιού και την αγκάλιασε, έτσι όπως κοιμόταν γαλήνια, προσπαθώντας να μην την ξυπνήσει, αλλά γεμάτος ευγνωμοσύνη για τη ζωή.

Εκείνη, με ένα μμμμμ… γυρνώντας νωχελικά, αφέθηκε  στην αγκαλιά  του.

Ξαναέκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας να θυμηθεί το σκοινί που πετάγονταν  προς το μέρος του και κρατώντας το τώρα δυνατά όπως ένιωθε, του έσωζε τη ζωή…