Τρυφερές μνήμες από τους κουνενούς και τα ζυμώματα της γιαγιάς - Γράφει η Λένα Ηγουμενάκη*

  • Πέμπτη, 8 Νοέμβριος 2018 08:37
  • Συντακτική Ομάδα
  • Πολιτισμός

Σάββατο πρωί, ο ήχος από το χειρόμυλο με οδηγούν στην κουζίνα , η γιαγιά αλέθει ρεβίθια, «Ψωμί θα κάνουμε. ´Άντε βοήθα, όλα έχουν κόπο αλλά και νοστιμιά. Βάλε στη χούφτα σου ρεβίθια, λίγα λίγα να τα ρίχνεις στο χειρόμυλο. Θα αλέσουμε πολλά γιαγιά,τρεις χούφτες ακόμα Λενιώ.» Θαρρώ πως τη βλέπω μπροστά μου. Θαρρώ πως ακούω τον ήχο από το χειρόμυλο.

Η γιαγιά φρόντιζε να μη λείπει ποτέ ψωμί και ντάκος από το σπίτι μας. Με τη βοήθεια της μαμάς μου ζύμωνε μια φορά το μήνα, 30 οκάδες χάσικο και σταρένιο. Αποβραδίς κοσκίνιζε το αλεύρι για να φύγουν τα πίτουρα, τα οποία έβαζε χωριστά σ´ έναν κουβά και μ´ αυτά τάιζε τις όρνιθες και τον χοίρο. Στην κνισάρα έβαζε ζεστό άθο και το μισό σησάμι. Με τα χέρια της το έτριβε για να φύγει η φλούδα του και να ασπρίσει, μετά το έπλενε και το άπλωνε σε καθαρή πετσέτα για να στεγνώσει.

Περίμενε να πάμε όλοι για ύπνο και μετά έκανε τον κουνενό. Έβαζε τη λεκανίδα με τον κουνενό κοντά στο τζάκι και τη σκέπαζε με πατανία.

* Η Λένα Ηγουμενάκη είναι πρόεδρος του Φεστιβάλ Κρητικής Κουζίνας

Όλη νύχτα άκουγα τα βήματά της να φτάνουν μέχρι την κουζίνα όπου έβαζε ξύλα στο τζάκι και κανάκευε τον κουνενό για να ανέβει. Αξημέρωτα έβαζε την προσποδιά, ζύμωνε στη σκάφη και έπλαθε στο σοφρά 40 μακρόστενα ψωμιά. Έκανε και 7 στρογγυλά, ένα για κάθε μέλος της οικογένειας, έκανε και σε μένα ένα μικρό που τη βοηθούσα, τα χάραζε με το μαχαίρι και τα πασπαλίζουμε από πάνω με σουσάμι . Έπειτα, έβγαζε την ξύλινη μεσόπορτα και άπλωνε ένα καθαρό πανί όπου έβαζε τα ψωμιά, τα σταύρωνε και τα σκέπαζε με άλλο καθαρό πανί. Πάνω από αυτό έβαζε χιράμι κοκκινόλουρο και μετά μια πατανία πατητή, για να κρατούν ζεστά έως ότου ανέβουν.

 

Στην πίσω αυλή είχε το φούρνο. Τον έκαιγε με αστοιβίδα, λιόκλαδα ή κληματόβεργες και όταν άσπριζε, πάνιζε τον πάτο του ξυλόφουρνου με τον πανιστή. Ερχοταν και το Καλλιώ να βοηθήσει. Τοποθετούσαν ένα - ένα τα ψωμιά στο μακρύ ξύλινο φτυάρι και τα έβαζαν στο φούρνο. Έκλειναν το φούρνο με τη σιδερένια του πόρτα και τον έχριζαν, για να μη φύγει η ζεστασιά. Όταν τα ψωμιά ήταν έτοιμα και τα ξεφούρνιζαν, μοσχοβολούσε η γειτονιά. Τα έβγαζαν πάλι ένα - ένα από το φούρνο, η γιαγιά κρατούσε 7 ψωμιά, κρατούσε και κουτελικό για τις γειτόνισσες, τρώγαμε κι εμείς ξεφουρνιά με ελιές και τα υπόλοιπα τα άφηνε να κρυώσουν και μετά τα έκοβε για να τα κάνει ντάκο. Τα έβαζε ξανά στο φούρνο, τον έκλεινε και τα άφηνε εκεί τρεις μέρες. Την τρίτη μέρα έμπαινα εγώ ή τα αδέρφια μου μέσα στο φούρνο για να βγάλουμε τον ντάκο.