Δημήτρης Σιδερής, πήγε τη μουσική ένα βήμα παραπέρα φτιάχνοντας το πρώτο ηλεκτρονικό Κρητικό λαούτο

  • Σάββατο, 21 Ιούλιος 2018 11:03
  • Συντακτική Ομάδα
  • Κρήτη

Μιλήσαμε με τον Δημήτρη Σιδερή, τον μουσικό που προχώρησε σε μια καινοτομία στον χώρο της παραδοσιακής μουσικής – και όχι μόνο.

Ο Δημήτρης Σιδερής είναι ένας μουσικός από την Κρήτη ο οποίος αρέσκεται να πειραματίζεται με τις φόρμες της παραδοσιακής μουσικής του νησιού. Πρόκειται για έναν πολυπράγμονα τύπο, αφού τα project στα οποία συμμετέχει είναι ατελείωτα. Τα πιο βασικά από αυτά είναι οι πειραματικοί Babel Trio και οι Daulute. Βέβαια, ο 39χρονος εμφανίζεται και ως solo καλλιτέχνης, ενώ συνοδεύει γνωστούς λυράρηδες σε γλέντια και γιορτές. Ένα από τα πιο σημαντικά του επιτεύγματα είναι η δημιουργία του πρώτου ηλεκτρικού, κρητικού λαούτου – μια καινοτομία με αποκλειστικά δικό της ύφος και τεχνοτροπία.

Μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να μην είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τη σημαντικότητα αυτής της δημιουργίας, όμως, μιλάμε για τη δημιουργία ενός καινούριου οργάνου, που μπορεί να προσφέρει στην παγκόσμια μουσική έναν νέο ήχο. Αυτό, εν έτει 2018, είναι αν όχι ανέφικτο, σίγουρα πολύ δύσκολο. Μάλιστα, πριν από έναν χρόνο έκανε πρεμιέρα και το ντοκιμαντέρ «Lute Electric», που καταπιάνεται με τις ηχογραφήσεις του πρώτου δίσκου με ηλεκτρικό λαούτο. Αξίζει να αναφέρω πως αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν σε κάποιο στούντιο αλλά σε ειδικά επιλεγμένους χώρους με ιδιαίτερη ακουστική. Θέλοντας να μάθω περισσότερα, επικοινώνησα με τον Δημήτρη και κάναμε μια άκρως ενδιαφέρουσα κουβέντα για το χρονικό της δημιουργίας του ηλεκτρικού λαούτου, τις υπόλοιπες μουσικές του δραστηριότητες, αλλά και τη νέα γενιά μουσικών που δείχνει να αγκαλιάζει σιγά-σιγά τον παραδοσιακό ήχο και να τον εντάσσει στις συνθέσεις του.


Φωτογραφία: Κώστας Σταμούλης

VICE: Πες μου λίγα λόγια για την ιστορία του κλασικού, κρητικού Λαούτου. 

Δημήτρης Σιδέρης: Πρόκειται για ένα από τα βασικά, παραδοσιακά -πλέον- δημοτικά όργανα της Κρήτης. Μπορούμε να πούμε, πως είναι από τα πιο σύγχρονα δημοτικά όργανα. Η Κρήτη είναι μεγάλο νησί και η μουσική που παίζονταν σε κάθε νομό ήταν αρκετά διαφορετική. Το Λαούτο άρχισε να χρησιμοποιείται στα Χανιά στις αρχές του 20ού αιώνα, συνοδεύοντας κυρίως το βιολί και πιο σπάνια τη λύρα. Στα μέσα του αιώνα αρχίζει να εξαπλώνεται, να μπαίνει σε ηχογραφήσεις και να φτιάχνεται κατά κάποιο τρόπο το Κρητικό Λαούτο. Το στεριανό Λαούτο υπήρχε στη Στερεά Ελλάδα από παλιότερα, οι Χανιώτες για κάποιες δεκαετίες έπαιζαν με αυτό, αλλά από τα μέσα του αιώνα αρχίζει να κατασκευάζεται ένα νέο όργανο, δομημένο στα μέτρα της ντόπιας μουσικής. Μεγαλώνει σαν όργανο, χαμηλώνει το κούρδισμα του κι έτσι έχουμε το κρητικό λαούτο που βλέπεις σήμερα να παίζουν οι κρητικοί μουσικοί. Για να καταλάβει ο κόσμος τι εννοούμε, αυτό που παίζει για παράδειγμα ο Χαρούλης είναι κρητικό λαούτο.

Ζεις από τη μουσική; Είναι το επάγγελμά σου; 

Ναι, είμαι μουσικός και δάσκαλος στο Κρητικό Λαούτο. Επίσης, κάθε καλοκαίρι -εδώ οκτώ χρόνια- κάνω ένα workshop Κρητικής μουσικής στο Αμάρι Ρεθύμνου. Πέραν του πρακτικά μουσικού σκέλους, διεξάγω και μια έρευνα πάνω στην κρητική μουσική ταυτότητα μέσα από αφηγήσεις ζωής διάφορων ανθρώπων. Προσεγγίζω δηλαδή το όλο θέμα και κοινωνιολογικά.

Το πιο δύσκολο ήταν να ξεκαθαρίσω στο μυαλό μου γιατί χρειάζομαι αυτό το όργανο. Απ’ ό,τι μου είπαν πολλοί μουσικοί εκ των υστέρων, είχαν σκεφτεί κάτι παρόμοιο αλλά δεν είχαν πραγματικά την ανάγκη να το δημιουργήσουν.

Πώς σε κέρδισε το λαούτο ως όργανο; 

Έχω σπουδάσει κλασική κιθάρα και στην εφηβεία μου έπαιζα και ηλεκτρική. Μεγάλωσα στην Αθήνα, αλλά λόγω καταγωγής είχα δηλώσει σχολές και τελικά πέρασα στην Κρήτη. Από τότε που ήρθα και βρήκα τις ρίζες μου άρχισα να ασχολούμαι με το Λαούτο. Με ενέπνευσαν φυσικά κάποιοι άνθρωποι, όπως, ο Αχιλλέας Περσίδης και ο Ψαρογιώργης. Στην πορεία άρχισα την έρευνά μου μιλώντας με παλιούς μουσικούς και έφτιαξα μια δική μου μέθοδο για να μάθω το όργανο, επειδή δεν υπάρχει κάτι σχηματοποιημένο. Τέλος, είχα την τύχη να βρεθώ με κάποιους πολύ σημαντικούς λυράρηδες, όπως ο Δημήτρης Σγουρός, ο Αντώνης Φραγκάκης και ο Ζαχαρίας Σπυριδάκης. Άρχισα να παίζω, λοιπόν, σε γλέντια και μέσω όλων αυτών των δραστηριοτήτων έμαθα αυτήν τη μουσική και την αγάπησα.

Μίλα μου για το χρονικό της δημιουργίας του ηλεκτρικού Λαούτου. 

Το πιο δύσκολο, πάντα, είναι να προκύψει η ανάγκη που θα σε ωθήσει να καινοτομήσεις. Όπως σου είπα και πριν, παίζω σε γλέντια. Σε κάποια φάση έφτιαξα ένα συγκρότημα, τους Daulute, ένα ακουστικό σχήμα που επικεντρωνόταν στην κρητική μουσική αλλά με μια world οπτική. Είχαμε πνευστά, κρητικό λαούτο και κρουστά. Στην πορεία, άρχισα να πειραματίζομαι με διάφορα εφέ πάνω στο όργανο, όμως, φορτώνοντας το με ήχους, έφτασα σε ένα σημείο που δεν μπορούσε από τη φύση του να φτάσει στα όρια που ήθελα. Στο μεταξύ, στήσαμε και ένα άλλο σχήμα, τους Babel Trio, με τους οποίους παίζουμε με τύμπανα και ηλεκτρικό μπάσο. Δεν μπορούσα λοιπόν να φορτώσω δυνατές παραμορφώσεις. Το ακουστικό λαούτο δεν μου το επέτρεπε.

Ατό που παίζω είναι το πρωτότυπο και αυτήν τη στιγμή έχουμε στα σκαριά το δεύτερο και το τρίτο, που έχουν κάποιες βελτιώσεις όσον αφορά την παραγωγή του ήχου.

Πρακτικά, ήταν δύσκολο να το φτιάξεις; 

Το πιο δύσκολο ήταν να ξεκαθαρίσω στο μυαλό μου γιατί χρειάζομαι αυτό το όργανο. Απ’ ό,τι μου είπαν πολλοί μουσικοί εκ των υστέρων, είχαν σκεφτεί κάτι παρόμοιο αλλά δεν είχαν πραγματικά την ανάγκη να το δημιουργήσουν. Θα έλεγα πως ήταν μία δύσκολη, αλλά άκρως ενδιαφέρουσα, διαδικασία. Ξεκίνησα μια μανιακή αναζήτηση πάνω στα τεχνικά χαρακτηριστικά, το φάσμα του ήχου, όσων πρέπει να κρατηθούν και όσων πρέπει να αλλάξουν ώστε να κρατήσει το όργανο τον ήχο του. Ευτυχώς είχα δίπλα μου έναν μαθητή και φιλαράκι, τον Γιάννη Λεβεντάκη, ο οποίος, κατασκευάζει όργανα. Του είπα μια μέρα την ιδέα και πήρε με τη μία «φωτιά». Πηγαίναμε στο εργαστήρι που διατηρεί και δουλεύαμε μαζί. Μας πήρε περίπου τρεις μήνες να το κατασκευάσουμε. Περάσαμε από διάφορα στάδια δοκιμών. Ένα σημαντικό στοιχείο για μένα ήταν το να μείνει το σκάφος πίσω από την πρόσοψη ίδιο, ώστε να αισθάνεσαι πως κρατάς, όντως, ένα λαούτο. Δεν ήθελα να γίνει σαν την ηλεκτρική κιθάρα που είναι πολύ πιο λεπτή από την κλασική και την ακουστική, με αποτέλεσμα να αλλάζει το παίξιμό σου. Η μεγαλύτερη έκπληξη ήρθε την πρώτη φορά που το κουμπώσαμε σε ενισχυτή για να το δοκιμάσουμε. Ήταν από την αρχή τέλειο και αυτό οφείλεται στη μεθοδικότητα με την οποία δουλέψαμε.

Έχεις ακόμη το πρωτότυπο όταν παίζεις ή έχεις φτιάξει και άλλα; 

Αυτό που παίζω είναι το πρωτότυπο και αυτήν τη στιγμή έχουμε στα σκαριά το δεύτερο και το τρίτο, που έχουν κάποιες βελτιώσεις όσον αφορά την παραγωγή του ήχου.

Σε έχει πλησιάσει κάποια εταιρία για να σου προτείνει να κάνετε παραγωγή και να το πουλάτε; 

Έχουμε σκεφτεί με τον Γιάννη να κάνουμε κάτι τέτοιο και γι΄αυτό βρισκόμαστε σε διαδικασία κατοχύρωσης του οργάνου. Προς το παρόν, όμως, απλώς ικανοποιώ τις καλλιτεχνικές μου ανάγκες με αυτό. Εγώ το έφτιαξα για να το χρησιμοποιήσω ως καλλιτέχνης. Στην πορεία, θα δείξει. Πρόταση από κάποια εταιρία πάντως δεν μου έχει γίνει. Ούτως ή άλλως, τα περισσότερα λαούτα φτιάχνονται από μεμονωμένους κατασκευαστές. Μου έχουν ζητήσει πάντως αρκετοί μουσικοί να τους φτιάξω και ίσως σε κανένα χρόνο από τώρα να το κάνω. Ξέρεις, αν το φτιάχνεις για σένα έχεις τη δυνατότητα της δοκιμής. Αν όμως θέλεις να το πουλήσεις, θα πρέπει να το έχεις τελειοποιήσει.

Σαφέστατα υπάρχει ένα ρεύμα που μιξάρει, κυρίως τη δημοτική μουσική, με το rock και πιο πολύ το heavy άκουσμα, αλλά θα το δεις και στην ηλεκτρονική μουσική αυτό.

Η αντίδραση του κόσμου στο άκουσμά του; 

Βλέπω πως έχει μεγάλη αποδοχή. Έχει τόσο πλούσιες συχνότητες σαν όργανο που σε κερδίζει. Μεγάλο συν είναι πως έχει κρατήσει τον ήχο του, αλλά στην τελική ο ακροατής θέλει να αισθάνεται αυτό που παίζεις. Δεν τον ενδιαφέρει το όργανο. Μιλάμε για έναν νέο ήχο, κάτι καινούριο χωρίς προηγούμενη αναφορά. Δεν το χρησιμοποιώ στα γλέντια, αλλά σε project που έχουν βάσεις στην κρητική μουσική και στοιχεία από metal, progressive μέχρι και jazz.

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε κάποιους νέους Έλληνες καλλιτέχνες που μιξάρουν πιο σύγχρονα ακούσματα με την παράδοση, όπως, για παράδειγμα, οι Villagers of Ioannina City και οι ΘΡΑΞ ΠΑΝΚC. Θεωρείς πως πρέπει να πηγαίνουν περισσότεροι μουσικοί προς τα εκεί; 

Δεν μπορώ να πω ότι «πρέπει» να πάμε προς τα εκεί, πουθενά δεν «πρέπει» να πηγαίνουμε. Σαφέστατα υπάρχει ένα ρεύμα που μιξάρει, κυρίως τη δημοτική μουσική, με το rock και πιο πολύ το heavy άκουσμα, αλλά θα το δεις και στην ηλεκτρονική μουσική αυτό. Ακολουθεί το πρώτο ρεύμα «επανανακάλυψης» της ελληνικής μουσικής. Αυτό που έφερε το ΤΕΙ Παραδοσιακής Μουσικής στην Άρτα σε μια εποχή που αρκετοί μουσικοί άρχισαν να παίζουν με ούτι και κανονάκι. Αυτό δεν ίσχυε στην εποχή των πατεράδων μας. Τότε, όποιος έπαιζε δημοτική μουσική ήταν αυτό και μόνο. Όχι ένα παιδί της πόλης που έπιασε κάποια στιγμή ένα κλαρίνο. Αυτό το έκανε η γενιά μας -εγώ είμαι 39 ετών- και το θεωρώ αναμενόμενο και θετικό. Έχεις από τη μία κόσμο που θέλει να φέρει τη δημοτική μουσική στο σήμερα και από την άλλη, μια κοινωνία που έχει τα τελευταία χρόνια κρίση ταυτότητας. Ο Έλληνας είχε φτάσει σε ένα καταναλωτικό στάδιο του «είσαι ό,τι έχεις» παραδίδοντας τα κλειδιά του πολιτισμού του. Όταν ήρθε όμως η κρίση και του πήρε αυτά που είχε, άρχισε να αναρωτιέται ποιος είναι. Το εν λόγω κίνημα είναι κάτι σαν απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Παράλληλα, έσκασε και η φούσκα της ξενομανίας, του «θα ακούσω μόνο ξένο rock» και όλο αυτό έχει βγάλει στους μουσικούς έναν τσαμπουκά. Εμείς, για παράδειγμα, παίζουμε ένα «συρτό» και βγαίνει σχεδόν metal. Είναι σημαντικό να αποδείξουμε πως δεν παίζουμε παραδοσιακή μουσική ως μέλη μιας συντηρητικής πλευράς της κοινωνίας.

Πέρσι έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ένα ντοκιμαντέρ που φέρει τον τίτλο «Lute Electric» και είναι βασισμένο στη δημιουργία σου. Θέλεις να μου μιλήσεις λίγο γι΄αυτό; 

Έφτιαξα το συγκεκριμένο όργανο μέσα από μία προσωπική ανάγκη. Με εξιτάρει ο ήχος μου να είναι όσο πιο δικός μου γίνεται και θα ήθελα όταν φύγω από αυτήν τη ζωή να μην έχω επαναλάβει κάτι που έχει πει κάποιος άλλος. Η πρώτη πράξη αποτύπωσης ενός οργάνου, λοιπόν, είναι να υπάρξει δισκογραφικά. Τον Μάρτιο του 2015 ολοκλήρωσα την κατασκευή του και το καλοκαίρι ξεκίνησαν τα γυρίσματα του «Lute Electric», που ουσιαστικά καταγράφει την πορεία των πρώτων ηχογραφήσεων ηλεκτρικού λαούτου, που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορους χώρους. Είχαμε κάνει μια σχετική έρευνα για να βρούμε τις τοποθεσίες που μας έβγαζαν το κατάλληλο ηχόχρωμα για το εκάστοτε κομμάτι. Μου φάνηκε πολύ αυτοαναφορικό το να μπω σε ένα στούντιο και να ηχογραφήσω κι έτσι, επειδή είναι ένα σόλο όργανο και δεν χρειαζόταν να κινείται μια ολόκληρη ορχήστρα, αποφάσισα να γίνει έτσι. Κάπως τα έφερε η τύχη και συντονίστηκε μια ομάδα που μας ακολούθησε καθώς πήγαμε να γράψουμε αυτόν τον δίσκο βιντεοσκοπώντας την όλη διαδικασία.Το ντοκιμαντέρ λειτουργεί αν θες και σαν οπτικοακουστική κατοχύρωση του ηλεκτρικού λαούτου. Το «Lute Electric» είναι το αποτέλεσμα της δουλειάς των: Βασίλη Δημητριάδη, Μιχάλη Γερανιού και Νίκου Κεφαλογιάννη. O τελευταίος έπαιξε μεγάλο ρόλο και στη ηχητικό κομμάτι του όλου εγχειρήματος.

Πού μπορεί να βρει κανείς το άλμπουμ που προέκυψε; 

Προς το παρόν δεν έχει εκδοθεί από κάποια δισκογραφική, ψαχνόμαστε ακόμα με αυτό, αλλά ο κόσμος μπορεί να το ακούσει και να το κατεβάσει μέσω Bandcamp. Η ταινία έχει παίξει σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο και σχεδιάζουμε να βγάλουμε κάποια κομμάτια της ελεύθερα online. Αναζητούμε κάποιον εκδότη αυτήν τη στιγμή που ίσως να ενδιαφέρεται να κυκλοφορήσει όλο το πακέτο -DVD και δίσκο.

Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον; 

Να επιβιώσω μέσα στο δύσκολο τερέν που λέγεται «καλλιτεχνική ζωή στην Ελλάδα».

vice.com