Tα άγνωστα καλοκαίρια της Μαρίας Κάλλας -Η αδιαφορία του Ωνάση, το κυνήγι των παπαράτσι

  • Τετάρτη, 20 Ιούνιος 2018 08:43
  • Συντακτική Ομάδα
  • Πρόσωπα

Στη Βενετία, στον Σκορπιό, στην Επίδαυρο, στους Πεταλιούς, ή σε άγνωστα ελληνικά ψαροχώρια, η Μαρία Κάλλας πραγματικά «άνθιζε» το καλοκαίρι. Λάτρευε τον ήλιο και τη θάλασσα. Έλεγε πως αν υπήρχε άλλη ζωή, θα ήθελε να επιστρέψει σαν ψάρι ή σαν γλάρος. Η καλύτερα «σαν γλάρος, με φωνή αηδονιού. Οι γλάροι έχουν τόσο άσχημη φωνή». 

Το 1969, η Νadia Stancioff -κόρη Βούλγαρου διπλωμάτη, που τότε δούλευε ως βοηθός παραγωγού στην Τσινετσιτά-  ταξίδεψε ως την Τουρκία, ώστε να αναλάβει την ενημέρωση των δημοσιογράφων, για τα γυρίσματα της «Μήδειας» του Pasolini με πρωταγωνίστρια την μεγάλη diva της όπερας, την Μαρία Κάλλας.

Πάντα το ίδιο, το παλιό πρόβλημα, ο αιώνιος διχασμός της: από τη μια η Μαρία, από την άλλη η diva…

Προς μεγάλη της έκπληξη, ανακάλυψε πως, τελικά, η Κάλλας έψαχνε για γραμματέα. Μετά την αρχική αμηχανία, η Μαρία και η Nadia έγιναν φίλες -όταν η Κάλλας χώρισε από τον Ωνάση, η Νadia την βοήθησε να ξεπεράσει την απογοήτευση και το θυμό της, ταξιδεύοντας μαζί της στην Ευρώπη, σε ξενοδοχεία, παραλίες, σε ελληνικά νησιά. Στο βιβλίο της «Μaria Callas Remembered», που κυκλοφορεί και στα ελληνικά («Μαρία Κάλλας για πάντα», εκδ. Ζαχαρόπουλος), η Stancioff θυμάται τη φίλη της. Tους θριάμβους, την παρακμή, το λυκόφως της καριέρας της. Τα λαμπερά της καλοκαίρια… 

Το καλοκαίρι ήταν η αγαπημένη της εποχή -η εποχή, που επιτέλους η Μαρία μπορούσε να ξεχάσει την Κάλλας. Και να είναι ο εαυτός της. 

«Όσο ζούσε μαζί με τον Μeneghini, τα καλοκαίρια οι δυο τους συχνά «ξέφευγαν» στις αγαπημένες της παραλίες: στη Βενετία και στην Ισκια. Εκεί, έκανε τρέλες που στ’αλήθεια απολάμβανε. Κρυμμένη κάτω από ένα καπέλο, με τα μαλλιά της, λυτά στην πλάτη της, νοίκιαζε μια βάρκα και έκανε κουπί μακριά από την ακτή για να έχει ησυχία…»

Οι άνθρωποι φώναζαν και ούρλιαζαν από ενθουσιασμό. Η Κάλλας ήταν μεγαλειώδης! Αλλά ο Ωνάσης δεν ήταν εκεί…

Ήταν μέρες νωχελικές, χαρούμενες. Η Μαρία ξεχείλιζε από γέλια, έλεγε χαζές ιστορίες, μιλούσε ασταμάτητα για την αγάπη της για τον Battista.
Μια μέρα -γράφει η Stancioff- όταν η Μαρία και η Carla Mocenigo (σ.σ μια φίλη της από την Βενετία και την εποχή του «Τριστάνου»), ήταν στην παραλία του Lido, στη Βενετία, τις πλησίασε ένας νεαρός που γνώριζε η Carla για να τους καλέσει σε ένα πάρτι, το επόμενο βράδυ. Η Μαρία συστήθηκε δίνοντας μόνο το μικρό της όνομα. «Εκείνη την εποχή είχε βάψει τα μαλλιά της ξανθά για έναν ρόλο κι εκείνη την ημέρα, στη θάλασσα, τα είχε κάνει πλεξούδα, πράγμα που την έκανε να μοιάζει πολύ νεότερη. Ο ανύποπτος και μάλλον ερωτύλος νεαρός την κάλεσε στο πάρτι. Αυτή κολακεύτηκε πολύ από την προσοχή του και δέχτηκε πρόθυμα «Θα ήθελα πολύ να έρθω…αλλά…δεν ξέρω αν θα μου επιτρέψει ο πατέρας μου. Θα πρέπει να τον ρωτήσω». Και καθώς είπε αυτό το πράγμα κοίταξε προς την κατεύθυνση όπου ο παχουλός Battista κοιμόταν του καλού καιρού σε μια σεζ-λονγκ. «Εντάξει», είπε ο νεαρός «ρώτα τον πατέρα σου. Το πάρτι θα είναι σε πολύ καθώς πρέπει σπίτι. Αν σου προκαλέσει πρόβλημα, θα έρθω να σε πάρω και μετά θα σε συνοδεύσω στο σπίτι».

Μόλις ο νεαρός απομακρύνθηκε, η Μαρία στράφηκε στην Carla και της είπε: «Βλέπεις; Με κάλεσε επειδή είμαι ελκυστική, όχι επειδή είμαι η Κάλλας». 

Πάντα το ίδιο, το παλιό πρόβλημα, ο αιώνιος διχασμός της: από τη μια η Μαρία, από την άλλη η diva…

Η Stancioff γράφει για τα ελληνικά καλοκαίρια της Μαρίας, πάνω στο σκάφος του Ωνάση, αποδελτιώνοντας μαρτυρίες φίλων, λεπτομέρειες, αναμνήσεις. Η ζωγράφος και γλύπτρια Μαρίνα Καρέλλα, θυμήθηκε την επιστροφή της Μαρίας στην Ελλάδα, το 1960, για να τραγουδήσει «Νorma» στην Επίδαυρο -μια μεγαλειώδη παραγωγή σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και σκηνικά-κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη. «Τη βραδιά της γενικής πρόβας, το λιμάνι ήταν γεμάτο από πλήθος πλοίων, κάθε μεγέθους. Ανάμεσα στο «πλεούμενο κοινό» ήταν ο Ωνάσης  με τον γιό του τον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος είχε φέρει τα πιο σύγχρονα μαραφέτια και εξοπλισμό για ηχογράφηση. Μετά ήρθε η πρεμιέρα -ο Serafin διηύθυνε την ορχήστρα… Ήταν πολύ συγκινητικό. Υπήρχε τεράστιο πλήθος. Οι άνθρωποι φώναζαν και ούρλιαζαν από ενθουσιασμό. Η Κάλλας ήταν μεγαλειώδης! Αλλά ο Ωνάσης δεν ήταν εκεί… Δεν του άρεσε η μουσική και του είχε αρκέσει η πρόβα. Μετά την παράσταση, ήμουν καλεσμένη σε δείπνο πάνω στο «Christina», από μια φίλη της Μαρίας -ξέρεις τι μου έκανε περισσότερο εντύπωση όταν ανεβήκαμε στο πλοίο; Η συγκρατημένη υποδοχή που έκανε ο Ωνάσης στην Κάλλας. Τη χαιρέτησε σαν συνηθισμένη καλεσμένη. Πως μπορούσε μετά από ένα τόσο εκπληκτικό κατόρθωμα; Ήταν πολύ απότομη πτώση -η όπερα, δεν αναφέρθηκε όλο το βράδυ! Ο Ωνάσης έμοιαζε πολύ απασχολημένος με τους σπουδαίους καλεσμένους του και τον μπουφέ, παρά με την καλλιτεχνική επιτυχία της Μαρίας….» 

Περνούσε τον περισσότερο χρόνο της στην καμπίνα του Αρίστου στο πάνω πάτωμα, αλλά όταν κοιμόταν στην καμπίνα της ήταν σίγουρο σημάδι πως είχαν μαλώσει

Υπήρχαν φυσικά και τα άλλα καλοκαίρια, που δεν διακόπτονταν από παραστάσεις -ράθυμες μέρες, ζεστές νύχτες που τις περνούσαν νωχελικά στο Σκορπιό ή πάνω στο γιοτ. «Το περιβάλλον στο Christina ήταν πολυτελές, αλλά η ζωή ήταν απλή. Όλοι κάναμε ό,τι θέλαμε το πρωί. Μπορούσαμε να ζητήσουμε το πρωινό στην καμπίνα μας ή να φάμε επάνω. Καθόμαστε στον ήλιο, κολυμπούσαμε, διαβάζαμε. Το μεσημέρι πηγαίναμε στην ακτή για φαγητό, σε μικρά ψαροχώρια. Ο Αρίστος αγαπούσε τα μικρά μέρη και το απλό φαγητό. Έτρωγε λίγο. Συνήθως παρήγγελνε μπριζόλα, σαλάτα ή μια μικρή σπεσιαλιτέ …»

Αν οι μέρες πάνω στο «Christina» ήταν ήσυχες, δεν συνέβαινε το ίδιο και με τις νύχτες. Μετά το ηλιοβασίλεμα, όλη η παρέα καθόταν στο κατάστρωμα, σερβίρονταν cocktails και χαβιάρι -σαν σνακ- σε δίκιλο μεταλλικό σκεύος, όπου ο καθένας βουτούσε το κουτάλι του. Ύστερα, ντύνονταν, έβγαιναν έξω, για φαγητό, ύστερα για χορό και πάλι για ποτό, από το ένα club στο άλλο. Ο Ωνάσης ζούσε τη νύχτα, δεν κουραζόταν ποτέ, δεν πήγαινε ποτέ για ύπνο -η Μαρία του έμοιαζε σ’αυτό. Οι δυο τους, με την παρέα τους, γλεντούσαν ως το πρωί που αποσύρονταν στην καμπίνα του (σ.σ. παρότι η καμπίνα της Κάλλας ήταν τεράστια, τη χρησιμοποιούσε σπάνια, περισσότερο για μπουντουάρ). «Περνούσε τον περισσότερο χρόνο της στην καμπίνα του Αρίστου στο πάνω πάτωμα, αλλά όταν κοιμόταν στην καμπίνα της ήταν σίγουρο σημάδι πως είχαν μαλώσει.

Η Μαρία και ο Pier Paolo περνούσαν πολύ καιρό μαζί. Κουβέντιαζαν στην παραλία, ενώ αυτός τη ζωγράφιζε

Όταν είχε αποκατασταθεί η ειρήνη, η σουίτα της γινόταν πάλι παιδική χαρά για τα σκυλάκια της, που «ανακουφίζονταν» στην μπανιέρα…[…] Τα χρόνια που ήταν μαζί, περνούσαν πολύ καιρό πάνω στο πλοίο. Ο Ωνάσης λάτρευε τη θάλασσα. Ήταν πραγματικός ναυτικός και βρήκε τον όμοιό του στη Μαρία», θα εξομολογούνταν στην Stancioff, η φίλη της, σύζυγος του «βασιλιά των αρωμάτων» Hélène Rochas, που ταξίδευε συχνά με το γιοτ του Έλληνα κροίσου. 
 

Ύστερα ήρθαν τα «καλοκαίρια χωρίς» -το 1970, το δεύτερο καλοκαίρι χωρίς τον Ωνάση, η Μαρία και η Νadia, βρέθηκαν στο Τραγονήσι (σ.σ. ένα  μικρό νησάκι, που ανήκει στο σύμπλεγμα των Πεταλιών, ανοιχτά της Εύβοιας) ιδιοκτησίας του φίλου και θαυμαστή της Περικλή Εμπειρίκου, που τις είχε καλέσει για να περάσουν δυό βδομάδες εκεί. Ήταν ένα ζεστό καλοκαίρι, ο αέρας μύριζε άγρια βότανα και πικροδάφνες και η Μαρία ξάπλωνε στην ακρογιαλιά, απολαμβάνοντας την απόλυτη ησυχία του νησιού. «Έλαμπε από ευχαρίστηση και υγεία, το ανήσυχο βλέμμα είχε φύγει από τα μάτια της. Ήταν στο στοιχείο της. Ήταν Ελληνίδα. Ήταν στο σπίτι». 

Στο τέλος του επόμενου καλοκαιριού, 16 Σεπτέμβρη του ‘77, στη Ρώμη, το τηλέφωνο της Stancioff χτύπησε πάλι -ήταν ένας κοινός τους φίλος: «Τα ‘μαθες ; Η Μαρία έφυγε…»

Τα ήσυχα βράδια εκείνου του καλοκαιριού, οι δυό γυναίκες, κάθονταν στην ταράτσα του μεγάλου πέτρινου σπιτιού του Εμπειρίκου, ακούγοντας ηχογραφήσεις της Μαρίας, από την εποχή της δόξας της. «Υπήρχε μια επίσημη, θρησκευτική ποιότητα σε αυτές τις ακροάσεις. Μια σκιά θλίψης έπεφτε πάνω στη Μαρία καθώς άκουγε. Καθόταν ακίνητη, κοιτώντας το αμυδρό περίγραμμα των νησιών που ήταν κάποτε οροσειρές, οι οποίες ένωναν την Ευρώπη με την Μικρά Ασία. Στο τέλος του δίσκου ήταν σιωπηλή. Σε μια περίπτωση είχε συγκινηθεί εμφανώς. «Βrava», είπε. «Η Κάλλας δεν θα τραγουδήσει έτσι ποτέ ξανά». 

Στο μέσο εκείνων των διακοπών, η Mαρία και η Nadia είχαν έναν επισκέπτη -καλεσμένο: τον Pier Paolo Pasolini. «Η Μαρία και ο Pier Paolo περνούσαν πολύ καιρό μαζί. Κουβέντιαζαν στην παραλία, ενώ αυτός τη ζωγράφιζε. Αφού δίπλωνε ένα μεγάλο χαρτί σε οκτώ κομμάτια, έκανε το περίγραμμα των σχεδίων με μολύβι σε διαφανή κόλλα, πράγμα που έδινε υφή στις γραμμές. Στο κέντρο κάθε πορτρέτου έβαζε ποικιλία από λουλούδια: γεράνια, ιβίσκους, πικροδάφνες κ.λπ. Μετά, με επισημότητα, βουτούσε το καπέλο του στο διάφανο νερό της θάλασσας και, με αυτοσυγκέντρωση αλχημιστή, έριχνε το υγρό πάνω στα λουλούδια και τη ζωγραφιά. Έκανε ένα βήμα πίσω για να θαυμάσει το έργο του, καθώς εγώ παρακολουθούσα με σκεπτικισμό. «Αυτό είναι τέχνη», αναφωνούσε βάζοντας άμμο και πέτρες στον πίνακα…». 

Η τελευταία φορά που η Κάλλας επισκέφθηκε την Ελλάδα, ήταν το καλοκαίρι του 1976. Έμεινε στην Χαλκιδική, στη «βασιλική σουίτα» του  Eagles Palace. Ήταν ήρεμη και λίγο θλιμμένη. Σιγοτραγουδούσε με τις παρέες της πότε την «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη και πότε την «Νυχτερίδα» του τυφλού ρεμπέτη Δημήτρη Γκόγκου-Μπαγιαντέρα, κι έγραφε στην Stancioff, πως οι δημοσιογράφοι «δεν την άφηναν σε ησυχία: «Φυσικά με ενόχλησαν οι φωτογράφοι, αλλά ο νομάρχης Θεσσαλονίκης ήταν μαζί μας -και αν βγήκαν φωτογραφίες, αυτό έγινε χωρίς να το ξέρω. Είναι κτήνη! Άμα είμαι ντυμένη, δεν ενδιαφέρονται, αλλά με μαγιό -αχ, αυτό θέλουν, είμαι χοντρή, είμαι αδύνατη, ποιος είναι μαζί μου κ.λπ. Φυσικά ήμουν με απλούς φίλους, αλλά τι θα επινοήσουν; Τι σχέδια έχεις; Η ερωτική μου ζωή είναι μηδέν, αλλά πολύ ήρεμη. Θα μιλήσουμε όταν ιδωθούμε, αλλά σε παρακαλώ γράψε μου πολλές λεπτομέρειες». 

Θα μιλούσαν άλλη μια φορά, βδομάδες αργότερα, όταν η Μαρία θα την ξυπνούσε με ένα τηλεφώνημα, στη μέση της νύχτας «Κοιμόσουν;». Φλυάρησαν λίγο, είπαν πάλι για τις δυσκολίες της Μαρίας να αντιμετωπίσει το θάνατο του Ωνάση, για διάφορα πράγματα, καθόλου για όπερα. Η Κάλλας ακουγόταν μόνη. Στο τέλος του επόμενου καλοκαιριού, 16 Σεπτέμβρη του ‘77, στη Ρώμη, το τηλέφωνο της Stancioff χτύπησε πάλι -ήταν ένας κοινός τους φίλος: «Τα ‘μαθες ; Η Μαρία έφυγε…»

bovary.gr