Η 90χρονη Στέλλα Πασχαλάκη μας ανοίγει το σπίτι της - Με στιφάδο, γλυκό κυδώνι και αναμνήσεις!

  • Τετάρτη, 13 Ιούνιος 2018 09:04
  • Συντακτική Ομάδα
  • Κρήτη

Η μυρωδιά από το φαγητό της καλονοικοκυράς μας “υποδέχεται” από απόσταση. Λίγα βήματα ακόμα και μια στροφή και τα μάτια αντικρύζουν μια πραγματική όαση. Τριανταφυλλιές μυρωδάτες, κήπος περιποιημένος και η αυλή πεντακάθαρη.

Tης Μαρίας Καλλέργη 

Ο Κάρολος από τη Ρουμανία που μας πάει στη θεία Στέλλα φωνάζει “θεία” από μακριά. Στην πόρτα του σπιτιού στον Άγιο Σπυρίδωνα (πρώην Κανένες) στην περιοχή της Σητείας εμφανίζεται μια ηλικιωμένη γυναία. Αλλά όχι τόσο ηλικιωμένη όσο θα μάθουμε στη συνέχεια πως είναι.

Η Στέλλα Πασχαλάκη, μια από τους λίγους μόνιμους κατοίκους που έμειναν πια στο χωριό, με χαμόγελο και προθυμία μας καλεί στο σπίτι της. Περνώντας την πόρτα του δωματίου που χρησιμοποείται ως σαλόνι και υπνοδωμάτιο, βλέπουμε ένα σπίτι αναμνήσεων. Με έπιπλα και φωτογραφίες, που καταγράφουν ανάγλυφα τις αναμνήσεις μιας ζωής.

Το επόμενο βήμα είναι στην κουζίνα. Η κυρία Στέλλα φτιάχνει με επιδεξιότητα τον πιο ωραίο ελληνικό καφέ και τον σερβίρει με γλυκό κυδώνι, φτιαγμένο από τα χεράκια της. Είναι πραγματικό υπέροχο. Κι αυτή απέναντι, την ώρα που το κουνελάκι στιφάδο συνεχίζει να ψήνεται, πιάνει το δικό της φλυτζάνι τον καφέ.

Με ένα χαμόγελο στα χείλη και μια θλίψη στα μάτια αρχίζει να μιλά για τη ζωή της, ξεκινώντας από τα τελευταία: “ το Μάρτη έκλεισα τα 90. Έζησα 47 χρόνια με το Λευτέρη μου μια ζωή ευτυχισμένη. Είχαμε ο ένας τον άλλο, παιδιά δεν κάναμε΄, κι ένα καφενείο. Ο Λευτέρης έπαιζε βιολί, δουλεύαμε και διασκεδάζαμε. Κάναμε πολλά γλέντια και δουλεύαμε πολύ. Είχαμε κι αμπέλια και βγάζαμε τρεις – τέσσερις τόνους σταφίδας”

Δυστυχώς στη ζωή τίποτα δεν κρατά για πάντα. Έτσι η κυρία Στέλλα, πριν από 18 χρόνια, το 2000 έχασε το σύντροφο της. Κι από τότε ζει με την ανάμνση του. Όπως λέει: “δεν ξέρω αν υπάρχουν μεγάλες αγάπες, η δική μας πάντως ήταν. Πέθαινε και μου λεγε: και πεθαμένος θα σ αγαπώ”.

Η Στέλλα υπήρξε και είναι δυνατή γυναίκα. Συνέχισε να κάνει το καφενείο και πριν από μερικά χρόνια το παραχώρησε στον ανιψιό της το Νίκο. Μετά το θάνατο όπως και της μάνας του Νίκου και της άλλης της αδερφής κάτι έσπασε μέσα της: “τι να περιμένω πια, να πεθάνω να πάω να βρω τους δικούς μου ανθρώπους”.

Αν αυτό σας ακούγεται απαισιόδοξο, τελικά δεν είναι. Φτάνει να δείτε το σπίτι που αστράφτει από καθαριότητα, τον κήπο που είναι φροντισμένος με αγάπη, τα ανίψια και τη βαφτισιμιά να μπαίνουν για παρέα και κουβέντα. Βαδίζοντας στη δέκατη δεκαετία της ζωής της, αυτοεξυπηρετείται, πάει στη Σητεία για τις δουλειές της, μαγειρεύει, δέχεται κόσμο κι αγαπά, τα λουλούδια, τα ζώα και τα παιδιά.

Η ώρα περνά κι η συζήτηση δε τελειώνει. Το κουνελάκι σερβίρεται κι είναι όνειρο. Και λίγο αργότερα στην πόρτα η κυρία Στέλλα εύχεται “καλό δρόμο”. Το βαζάκι με το γλυκό κυδώνι, βαραίνει στην τσάντα.