Το Μαράκι, η μαμή στα 93 της θυμάται και αναπολεί : Μια φορά, μέσα σε μια νύχτα, είχα πέντε γέννες…

  • Σάββατο, 19 Μάιος 2018 08:33
  • Συντακτική Ομάδα
  • Ελλάδα

«Τρέχα στη μαμή και πες της να ‘ρθει γρήγορα…»! … Και η μαμή ερχόταν, κι αν ήταν μέρα, κι αν ήταν νύχτα, κι ήταν ατρόμητη μπροστά στους πόνους της γυναίκας  και το θαύμα που συντελείτο εκεί, στο σπίτι, ενώπιόν της, με τις ψαλιδιές της, τις λαβίδες της και τη σκάφη που ήταν έτοιμη μετά για να πλύνει το μωρό, με ζεστό νερό και τα εργαλεία της. Κι αμέσως να πάει σ΄ άλλη γέννα  και να ράψει και πιγούνια και γόνατα, γιατί το αίμα δεν το φοβόταν. Ήταν η γιάτρισσα που σέβονταν όλοι, ήταν η πατροπαράδοτη ιατρική βοηθός.

Γράφει η Ροδούλα Λουλουδάκη


Το Μαράκι, η μαμή της Σύμης, η Μαρία Κωνσταντινίδη, στα 93 της χρόνια σήμερα θυμάται που η τσάντα της ήταν γεμάτη φάρμακα, κι εκείνη από σπίτι σε σπίτι, πεζή, με γαϊδουράκι, με αυτοκίνητο αργότερα, έτρεχε γιατί η γυναίκα πονούσε, το μωρό ερχόταν και μόνο εκείνη μπορούσε να το φέρει στον κόσμο γερό!
Το Μαράκι η μαμή που για τον εαυτό της μέχρι σήμερα φάρμακο δεν ξέρει τι θα πει, με περίμενε στο σπίτι της στη Σύμη που έχει “πιάτο” κάτω το Γιαλό, να μου μιλήσει για εποχές που φαντάζουν παραμύθι, για τότε που όλα ήταν απλά και το θαύμα της ζωής εκτυλισσόταν μπροστά της ξανά και ξανά.

ΕΡ. Προσφέρατε πολλά, δυόμισι γενιές παιδιών φέρατε στον κόσμο!
Εγώ ήμουνα και της μέρας και της νύχτας. Αφότου έγινα μαμή δεν εχόρτασα ύπνο. Οι γυναίκες οι πολλές,  εγεννούσαν τη νύχτα.

ΕΡ. Γιατί νύχτα;
Γιατί ξεκουράζεται το σώμα και χαλαρώνουν οι μυς, αυτό πρέπει να ΄ναι.

ΕΡ. Συμιακιά είσαστε, στη Ρόδο πώς βρεθήκατε εκείνα τα χρόνια και γίνατε μαμή;
Γεννήθηκα στη Σύμη, εμεγάλωσα στη Σύμη, κι όταν ετελείωνα πια το  δημοτικό πήγαμε όλη η οικογένεια στη Ρόδο που ήταν παντρεμένη η αδελφή μου, ήταν και πόλεμος. Εκεί εκάτσαμε όσο να τελειώσει ο πόλεμος και ήρθαμε εδώ. Πριν έρθουμε είχα ξαδέλφη που ήταν κι εκείνη και η μάνα της μαμή  στο νοσοκομείο της Ρόδου. Με πήρανε σα νοσοκόμα. Ιταλίδες καλόγριες ήταν οι νοσοκόμες, Ιταλίδες καλόγριες ήταν οι μαίες. Έκαμα δυό χρόνια στο νοσοκομείο για να μάθω και τη γλώσσα, τα ιταλικά, και να γίνω και νοσοκόμα. Μετά έκαμα τρία χρόνια στη σχολή τη μαιευτική, καθηγητής ήταν ιταλός μαιευτήρας –χειρουργός. Όταν είχε γέννες, κι εγώ ήμουνα ακόμα νοσοκόμα, με τραβούσε η ξαδέλφη μου και πήγαινα κι έβλεπα τις γέννες. Η βάση ήταν να ΄χεις γνώσεις. Να μην αμφιβάλλεις το κάθε τι που θα κάνεις αν είναι σωστό. Αν δεν είχα σιγουριά δεν έκανα εγώ τίποτα. 

ΕΡ. Πόσες γυναίκες ξεγεννήσατε όλες αυτές τις δεκαετίες, μπορείτε να υπολογίσετε;
Δεν θα ΄ναι 2.000 γυναίκες; Τα μωρά θα ΄ναι και παραπάνω γιατί ξεγεννούσα και δίδυμα. Όταν συναντούσα δυσκολίες στον τοκετό καλούσα το γιατρό. Αν ο ομφάλιος λώρος ήταν τυλιγμένος γύρω από το λαιμό του δεν αναλάμβανα. Πολλές φορές ήταν κι ο λώρος πολύ κοντός και τότε καλούσα πάλι το γιατρό για να βγάλει το παιδί με τα εργαλεία.


Ανάμεσα σε μαθητευόμενες μαίες στο νοσοκομείο της Ρόδου την περίοδο του πολέμου


ΕΡ. Και στη Ρόδο δουλέψατε κάποια χρόνια μετά τον πόλεμο!
Πριν τελειώσει ο πόλεμος δούλεψα καλά στη Ρόδο, για δυό χρόνια. Νοίκιασα σπίτι στη Σορωνή και δούλεψα Σορωνή, Φάνες, Καλαβάρδα. Με προτιμούσαν οι ανθρώποι. Συγκοινωνίες δεν υπήρχαν τότε για να πάνε στην πόλη. Εμένα έρχονταν και πηγαίναμε στα σπίτια, πότε με τα πόδια, πότε με το γαϊδουράκι, κι αργότερα στη Σύμη που πήγα πια και τι σε καΐκια, και τι στο πλοίο της γραμμής, με όποιο τρόπο έτρεχα να ξεγεννήσω τη γυναίκα μέρα ήταν, νύχτα ήταν.

ΕΡ. Στη Ρόδο περάσατε καλά δηλαδή;
Ώ, με προτιμούσαν οι ανθρώποι. Εγώ ήμουνα και πονηρή. Όταν τους έβλεπα να βγαίνουν από το αμπέλι πήγαινα κοντά δήθεν ότι έκανα περίπατο, με γεμίζαν δώρα. Ό,τι βγάζανε από τα χωράφια τους…  

ΕΡ.  Ήσασταν η γιάτρισσα εσείς, σας προσέχανε! Μετά γυρίσατε στη Σύμη;
Τελείωσε ο πόλεμος ήρθαμε στη Σύμη, αμέσως έπιασα δουλειά. Είχε εδώ δυό μαμές, πρακτικές. Είχε ένα γιατρό η Σύμη, το Νικητιάδη, που ήταν και παθολόγος και γυναικολόγος μαζί και συνεργαζόμουν μαζί του. Όταν είχα δυσκολία τον φώναζα. Τότε οι γυναίκες γεννούσαν στο σπίτι. Είχε και μερικές, οι πολύ πλούσιες και ξενιασμένες, γεννούσαν στη Ρόδο, στο νοσοκομείο ή στην κλινική του Καραγιάννη μετά. Εμένα με ξέραν από το νοσοκομείο της Ρόδου, κι έτσι όταν τελείωσα εγώ δεν εφεύγαν πια στη Ρόδο. Μόνο αν ήταν κάποια που καταλάβαινα ότι θα είχε δύσκολη γέννα την έστελνα στη Ρόδο.  Μόλις έβλεπα το κάθε τι που ήθελε μεταφορά, έπαιρνα το Λιμεναρχείο και έλεγα, «κρατείστε μου ό,τι έχει… καΐκι, καράβι…». Τις παρακολουθούσα από έγκυες εγώ. Και στα χέρια μου δεν επέθανε καμιά. Η τσάντα μου ήταν γεμάτη φάρμακα. Τα είχα καλά με τις καλόγριες του νοσοκομείου και η υπεύθυνη μου έστελνε φάρμακα. Μου ‘τυχαν και αιμορραγίες, είχα αμέσως τις σύριγγες έτοιμες. Είχαμε καλό καθηγητή τον Στρόπα, τον Ιταλό. Τον άλλο καλέ, ξεχνάω τον τώρα τελευταία...

ΕΡ. Όταν χρειαζόταν πατούσατε και καμιά ψαλιδιά για να βγει το μωρό;
Έ, βέβαια, πώς… Και μετά αν ήταν για δυό-τρεις ραφές τις έκανα εγώ. Ο γιατρός αν τον καλούσα έκανε τα πιο βαριά. Ανάλογα το ιστορικό μπορούσα  να γεννήσω γυναίκα που είχε πρόβλημα με την καρδιά; Με τα νεφρά;

ΕΡ. Μου είπαν εδώ στη Σύμη ότι ράβατε και πιγούνια, και γόνατα, ήσασταν «γιάτρισσα» δηλαδή! Δεν σας σταματούσε τίποτα, ούτε το αίμα!
Με όταν φοβηθείς το αίμα δεν είσαι τίποτα. Είχα στην τσάντα μου εγώ απ΄ όλα και ενέσεις, και ορό, πάντοτε.

ΕΡ. Και με τα δίδυμα πώς τα καταφέρνατε;
Τα δίδυμα τα καταλάβαινα από τον παλμό κι έπιανα κιόλας. Πολλά πόδια, πολλά χέρια, από δω κεφάλι, από  ‘κει κεφάλι… 

ΕΡ. Ποια ήταν για εσάς η καλή γέννα; Η γέννα είχε να κάνει και με το πώς ήταν ο χαρακτήρας της γυναίκας;
Η γέννα η καλή πρέπει να ΄χει πόνους δυνατούς. Με κάθε πόνο ανοίγει η μήτρα. Ο Θεός τα ‘κανε αυτά, είναι του Θεού βουλές. Η κάθε γέννα ήταν διαφορετική  όπως είναι διαφορετικές και στο χαρακτήρα τους οι γυναίκες. Άλλες είναι φοβιτσιάρες, με το ελάχιστο ποναλάκι φωνές, άλλες έχουν μεγάλους πόνους, αλλά έχουν υπομονή. Έχει γυναίκες που είναι υπομονετικές, είναι ευχάριστες. Οι πόνοι της γέννας έχουν διαλείμματα και ξεκουράζεται η γυναίκα. Μια φορά μέσα σε μια νύχτα είχα πέντε γέννες! 

ΕΡ. Χάσατε και μωράκια στη γέννα;
Όλα αυτά τα χρόνια, πολύ λίγα ή γιατί η θέση τους ήταν πολύ άσκημη ή γιατί είχαν κάποια ελαττωματάκια. Αλλά εγώ δεν έλεγα στη μάνα «το μωρό σου βγήκε παραμορφωμένο...»  δεν ήταν ωραίο. Της έλεγα «η καρδιά του ήταν αδύναμη...».

ΕΡ. Τι κάνατε με τα ποδαράκια τους, τι μου λέγατε πριν;
Τα ποδαράκια των μωρών που ήταν στραβά, τα τύλιγα πάνω σε ίσια ξυλαράκια, κι έβαζα ανάμεσα βαμβάκι για να μην πονάνε. Τα άφηνα μερικές μέρες δεμένα και ισιώνανε. Όταν τα άνοιγα και έβλεπα ότι θέλουνε λίγο ακόμα τα ξαναφάσιωνα,  πιο χαλαρά και τα άφηνα μερικές μέρες ακόμα μέχρι που ίσιωναν. Βλέποντας και κάνοντας έκανα.

ΕΡ. Η δική σας γέννα πώς ήταν, ποιος σας γέννησε, έχετε ένα γιο, το Βασίλη!
Τον καιρό που ήμουν εγώ έγκυος ήμουνα πια μεγάλη, αλλά καταλάβαινα ότι η εγκυμοσύνη πάει καλά, το παιδί κατέβαινε ωραία. Έκανα περίπατο στο Μαντράκι. Μιά ώρα, δυό  ώρες, τρεις ώρες… όταν κατάλαβα ότι είχα διαστολή, γέννησα πολύ εύκολα στην κλινική του Καραγιάννη.

ΕΡ. Εσείς ξέρατε πια! 
Μόνο αυτό; Κι όταν είχα έναν όγκο στη μήτρα, έκανα μόνη μου διάγνωση, μου λέει ο γιατρός «ποιος σου ‘κανε τη διάγνωση;», «εγώ κ. καθηγητά...» του λέω.

ΕΡ. Τώρα πολλές γυναίκες γεννάνε με καισαρική και οι υπόλοιπες με ενέσεις παυσίπονες, τι λέτε γι’ αυτό;
Εμένα δεν μ’ αρέσει. Πάου και κατευτείαν για καισαρική! Καλέ και η θρησκεία μας το λέει, η Εύα με το μήλο που της δώσανε κατάρα, κι ευχή... «Κι εσύ γυναίκα με τους πόνους θα γεννάς τα παιδιά σου...»...  Τώρα δεν φοβούνται οι γυναίκες τη γέννα,  φοβούνται τα έξοδα του παιδιού, που όσο μεγαλώνει μεγαλώνουν κι αυτά. Πριν έκαναν επτά, οκτώ, εννιά παιδιά. Τη ψίχα του ψωμιού τη ψήναν καλά, πολύ καλά, γινόταν χυλός, αραίωναν το χυλό και ταίζαν το μωρό.

ΕΡ. Τι σας λένε τώρα που σας βλέπουνε έξω και είστε τόσο καλά και σας αγαπάνε;
‘Ε, δεν μπορώ να πω έν έχω παράπονο. «Εχάσαμέ σε, Μαράκι μου…», μου λένε. Εγώ έκανα κύκλους όλη τη νύχτα. Έρχονταν οι άντρες να με πάρουνε πάντα μαζί με μια ακόμα γυναίκα. Όλος ο κόσμος με σέβονταν. Κι εγώ καλά τους εφέρθηκα, κι αυτοί καλά.


Με την εγγονή της, Μαρκέλλα

Πηγή:Η ΡΟΔΙΑΚΗ